Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

απο το Μητσοτακισταν//του Δημητρη Ψαρρά


 

Ταραχή στην κυβέρνηση: ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαψεύδει τον Παύλο Μαρινάκη
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης επέστρεψε από τις διακοπές του με φρέσκιες ιδέες. Και έτσι, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει τη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη Μαρίνα Ράφενμπεργκ για τη Le Monde, απάντησε με ένα αφοπλιστικό επιχείρημα:
«Στους μόνους που έχει λείψει ο κ. Τσίπρας είναι στους 17.000 βαρυποινίτες, εγκληματίες, βιαστές, δολοφόνους, εμπόρους ναρκωτικών που αποφυλακίστηκαν επί των ημερών του».
Πρόκειται βέβαια για τη γνωστή χυδαιότητα της εγχώριας Ακροδεξιάς που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα, εφόσον τα μέτρα αφορούσαν την προσπάθεια αποσυμφόρησης των φυλακών, μια πολιτική που είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια νωρίτερα από κυβερνήσεις του παλιού δικομματισμού. Αλλά βέβαια τη σχετική πληροφόρηση θα την έχει ο κ. Μαρινάκης από τον Γιώργο Φλωρίδη…
Κατά τα άλλα, ο κ. Μαρινάκης δεν παρέλειψε να επαναλάβει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησε με την «Ακροδεξιά» (τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» του Π. Καμμένου) και ότι καταχρέωσε τη χώρα με 100 δις. ευρώ και ότι ο κ. Τσίπρας είναι ο πρωθυπουργός με τους αμετάκλητα καταδικασμένους υπουργούς…
Άθελά του ο κ. Μαρινάκης μας θύμισε τη δική του ανάρτηση τον Φεβρουάριο του 2012, τότε που ήταν απλώς γραμματέας της ΔΑΠ: «Τσίπρα, αν ζούσαμε στον εμφύλιο, από μένα θα πήγαινες». Γιατί το να ταυτίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έναν πρώην πρωθυπουργό με εγκληματίες και βαρυποινίτες είναι βαρύ πολιτικό ατόπημα. Και βέβαια δείχνει τον εκνευρισμό του «επιτελικού κράτους» μπροστά στις νέες πολιτικές πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει διάλογος με τον κατά φαντασία δολοφόνο του Αλέξη Τσίπρα. Αλλά ίσως του είναι χρήσιμο να ακούσει το αφεντικό του, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του 2019, ο κ. Μητσοτάκης μίλησε με θερμά λόγια για το βιβλίο «Η τελευταία μπλόφα» της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτωρίας Δενδρινού, το οποίο έχει υιοθετηθεί από τη Ν.Δ. ως επίσημη δική της αφήγηση για τα γεγονότα του 2015.
Κυριάκος Μητσοτάκης: «Διαβάζω αυτό το βιβλίο της Ελένης Βαρβιτσιώτη, “Η τελευταία μπλόφα”, που περιγράφει πάρα πολύ ωραία, το τι έγινε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Και το διάβασα στο αεροπλάνο γυρίζοντας από τις Βρυξέλλες. Και πρέπει να σου πω ότι θύμωσα. Θύμωσα. Θύμωσα πολύ από την ανικανότητα, τον κυνισμό και το πόσο κοντά φτάσαμε στην απόλυτη καταστροφή» («ΑΝΤ1», 25.6.2019).
Αφήνω ασχολίαστη την παρατηρητικότητα του πρωθυπουργού, ο οποίος εμφανίζεται να αγνοεί ότι οι συγγραφείς του βιβλίου είναι δύο. Η ουσία είναι ότι ομολογεί πως πληροφορήθηκε από το βιβλίο το τι συνέβη εκείνη την κρίσιμη περίοδο στη χώρα. Άλλωστε μόλις η Ελένη Βαρβιτσιώτη ανέβασε στο twitter την προαναγγελία της έκδοσης, η πρώτη που αντέδρασε με συγχαρητήρια και ανυπομονησία ήταν η Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη: «Congratulations. Can’t wait!!!» (14.6.2019).
Όπως έχω παρατηρήσει από το 2019, το βιβλίο είναι βέβαια στρατευμένο στην υπόθεση του νεοφιλελευθερισμού και του μνημονιακού τόξου, αλλά το αστείο είναι ότι παρά την διακηρυγμένη τους πρόθεση, οι δυο δημοσιογράφοι, άθελά τους, δικαιώνουν πλήρως τον Αλέξη Τσίπρα!
Εκείνο που προσάπτουν στον τότε πρωθυπουργό είναι κυρίως ότι δεν πέταξε αμέσως στα σκουπίδια τις προεκλογικές του υποσχέσεις και ότι επιχείρησε να πετύχει ένα καλύτερο αποτέλεσμα στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, σε αντίθεση με ό,τι έκαναν όλοι οι άλλοι: «Πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί όσο ήταν στην αντιπολίτευση τάσσονταν εναντίον της λιτότητας των προγραμμάτων διάσωσης, αλλά με το που βρίσκονταν στην εξουσία, συνειδητοποιούσαν ότι για να λάβουν οικονομική βοήθεια, έπρεπε να πετάξουν τις προεκλογικές υποσχέσεις τους στον κάλαθο των αχρήστων και να αλλάξουν γρήγορα στάση και ρητορική. Ο Νίκος Αναστασιάδης, ο Κύπριος πρόεδρος, είχε χρειαστεί μόλις μια σύνοδο κορυφής· ο Αντώνης Σαμαράς μερικές μόνο εβδομάδες· και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως υπουργός Οικονομικών, τη διάρκεια ενός και μόνο Eurogroup» (σ. 36).
Με βαριά καρδιά οι δυο δημοσιογράφοι παραδέχονται ότι εξαρχής ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε απολύτως αντίθετος με κάθε σκέψη εξόδου από το ευρώ. Παραδέχονται ότι ήδη από την προεκλογική περίοδο ο Τσίπρας «συνδύαζε τις υποσχέσεις του με τη βεβαιότητα της παραμονής της χώρας στο ευρώ» (σ. 28), ενώ «απέρριπτε τα αιτήματα για εκπόνηση ενός Σχεδίου Β΄» (σ. 29), και ότι ήδη από τον Ιανουάριο του 2013 είχε διαμηνύσει στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι «επιθυμούσε να κρατήσει τη χώρα του στο ευρώ» (σ. 38). Από την εξιστόρηση γίνεται σαφές ότι σε κάθε κρίσιμη καμπή των διαπραγματεύσεων, ο Τσίπρας παρέμενε σταθερός σ’ αυτή τη θέση. Και ενώ οι δύο συγγραφείς ψέγουν βέβαια την κήρυξη του Δημοψηφίσματος, ωστόσο δεν αρνούνται ότι το ερώτημα που τέθηκε ήταν κάτι «που δεν θα το θεωρούσε ο κόσμος κίνδυνο αποχώρησης από την Ευρωζώνη» (σ. 259), σε αντίθεση με όσα υποστήριζαν τότε οι θιασώτες του «Ναι» και σήμερα οι Μητσοτάκης-Μαρινάκης.
Ο θαυμαστής του βιβλίου των Βαρβιτσιώτη-Δενδρινού Κυριάκος Μητσοτάκης δεν φαίνεται να ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από τα όσα σούρνει στον προκάτοχό του στην προεδρία της Ν.Δ. Αντώνη Σαμαρά: «Τη μια στιγμή συμπεριφερόταν ως Ευρωπαίος ηγέτης και την άλλη μετατρεπόταν σε τοπικό παράγοντα που σκοτωνόταν για το ποιος θα βγει κοινοτάρχης στο χωριό Φλόκα Μεσσηνίας» (σ. 135). Αλλά το σημαντικό είναι ότι το κείμενο επιβεβαιώνει ότι κατά την περίοδο Σαμαρά η Ελλάδα είχε πολύ περισσότερα διαπραγματευτικά ατού στα χέρια της, εφόσον η Ευρωζώνη είχε ανοιχτά τα μέτωπα σε Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, και «ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη σε οποιαδήποτε εξέλιξη στην Ελλάδα» και «μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική για τη Γαλλία» (σ. 134, κ.ε.). Ο Σαμαράς δεν αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία, αποδεχόμενος όλους τους όρους του δεύτερου μνημονίου. Αντίθετα, στις αρχές του 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα βρέθηκε απέναντι σε μια σταθεροποιημένη Ευρωζώνη, με νέους θεσμούς και μηχανισμούς που δεν ανησυχούσαν πλέον για τα ελληνικά ατού.
Ενδιαφέρον έχει και η πολιτική σκοπιά από την οποία γίνεται αυτή η εξιστόρηση. Οι συγγραφείς κατακρίνουν τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., όχι επειδή το κόμμα του Πάνου Καμμένου ήταν ακροδεξιό, (το αποκαλούν και «εθνικιστικό, αντιμνημονιακό, δεξιό», όπως κάνουν και για το ΛΑΟΣ που το αποκαλούν απλώς «εθνικιστικό», σ. 40 και 18), αλλά με την «κατηγορία» ότι τα δυο κόμματα είχαν «μίσος για τα μνημόνια», και κυρίως ταυτίζονταν «σε θέματα όπως οι γερμανικές αποζημιώσεις» (σ. 33)! Εξάλλου ομολογούν ότι αποτελείτο «από πρώην στελέχη της Νέας Δημοκρατίας» (σ. 33). Τα ίδια επαναλαμβάνονται και αλλού, όπου καταγγέλλεται η απόφαση του Τσίπρα να συνεργαστεί με ένα κόμμα «το οποίο υποσχόταν να απαιτήσει πολεμικές αποζημιώσεις» (σ. 40). Στη συνέχεια καταγγέλλεται και η απόδοση τιμής στους εκτελεσμένους της Καισαριανής: «Το τελικό σοκ για το Βερολίνο ήρθε την επόμενη ημέρα, όταν η πρώτη κίνηση του Τσίπρα αμέσως μετά την ορκωμοσία του ήταν να επισκεφθεί το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου 200 κομμουνιστές είχαν εκτελεστεί από τους Ναζί την Πρωτομαγιά του 1944. Ο συμβολισμός του να αποτίσει φόρο τιμής κρατώντας κόκκινα τριαντάφυλλα έκανε τους Γερμανούς αξιωματούχους να αναρωτηθούν μήπως είχαν πέσει δραματικά έξω στις προηγούμενες εκτιμήσεις τους και, λανθασμένα, είχαν στείλει στο Βερολίνο αισιόδοξα μηνύματα. Μήπως τελικά ο Τσίπρας δεν σκόπευε να παίξει με τους κανόνες, όπως τους είχε δώσει να καταλάβουν;» (σ. 41).
Το κερασάκι στη μνημονιακή τούρτα είναι η προσπάθεια των συγγραφέων να επιβεβαιώσουν εκ των υστέρων τον ισχυρισμό Μητσοτάκη ότι η Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε «αντίδωρο» των εταίρων για την υπογραφή συμφωνίας με την Ελλάδα. Είναι ο ισχυρισμός Μητσοτάκη στην προεκλογική του συνέντευξη στην Έλλη Στάη ότι «ο Τσίπρας αντάλλαξε το Μακεδονικό με τις συντάξεις» («Το Βήμα», 4.4.2019). Άθελά του, ο κ. Μητσοτάκης ομολόγησε έτσι το κέρδος της χώρας από τις ρυθμίσεις των συντάξεων που πέτυχε η κυβέρνηση Τσίπρα. Κι όσο για τις Πρέσπες, όλοι γνωρίζουν την αξία της συμφωνίας και την εγκληματική αδράνεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη που αιχμάλωτη από τις ακροδεξιές της συνιστώσες καθυστέρησε την ψήφιση των σχετικών Πρωτοκόλλων επιτρέποντας στη νέα κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας να δυσκολέψει την πλήρη εφαρμογή της.
Ασφαλώς δεν τα γνωρίζει όλα αυτά ο κ. Μαρινάκης. Το μόνο που νοσταλγεί είναι η χαμένη του ευκαιρία να σκοτώσει τον Αλέξη Τσίπρα σε έναν νέο εμφύλιο πόλεμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: