Μια φορά,ενας καλαμπουρτζης γυριζε από το καφενειο ,κοντα μεσανυχτα…απ`το σοκακι που περνουσε να παει σπιτι του ειχανε λειψανο και περιμενε να ακουσει κλαματα και μοιρολογια…όμως,στο σπιτι του πεθαμενου ηταν ησυχια…κλειστη η πορτα και μισανοιχτη η πανωπορτα…σιμωνει,κοιταζει και βλεπει δεκα γριες με μαυρα τσεμπέρια να καθονται στην καρεκλα γυρου -γυρου και να είναι μισοκοιμισμενες…τσι κοιταζει λιγη ωρα και, μετα,σερνει μια δυνατη φωνη
«γίαντα δε με κλαιτε;»
Και κλει το πανωπορτι και φευγει…
Ετρομαξανε οι γυναικες,σηκωνονται ολες επανω και ρωτουσε μια την άλλη
-εμιλησε,μπρε,εσυ; λεει «όχι»
-εμιλησες εσυ;…λεει «όχι»
Και σαν ειδανε πως δεν ειχε μιλησει καμμια,αρχιξανε ολες και εκλαιγανε…
******************************************************φ
ητανε ένα αντρογυνο σε φτώχεια και εφυγε ο αντρας στη Γερμανια να δουλεψει…προτού φυγει,δωκανε ορκο να περασουν τιμια και οι δυο οσο καιρο θα ζουσανε χώρια…περασαν πεντε χρoνια και γυρισε ο αντρας με πολλα λεφτα…και αλλαξε η ζωη στο σπιτι…και μια μερα, εκει που κουβεδιαζανε,ηρθε η συζητηση για τον ορκο και τση λεει
-εγω μια φορά βρηκα μια Γερμανιδα και ητανε κουκλα και την ωρα που ετοιμαζομουνα να την καταστέσω(πηδηξω) θυμηθηκα τον ορκο και εξεπεζεψα και την άφηκα και εφυγα
Και λεει και η γυναικα
-εθυμήθηκάτο κι εγω μια φορά,αλλά ημουνα από κατω και δεν εμπορούσα να φυγω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου