Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

Ευτυχια Καρυδη

  Παγωμένοι πέφτουν να κοιμηθούν, παγωμένοι ξυπνάνε στην πατρίδα Ελλάδα οι Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922. Στις τσίγκινες παράγκες όπου τους έχουν παραχώσει, όταν βρέχει βάζουν σκάφη κάτω από τα σημεία ένωσης της σκεπής για να μη γίνει το χώμα λάσπη και νάχουν νερό να πλυθούν. Κακό συνήθειο η πάστρα. Οι προσφυγοπούλες πουλάνε ακόμα και τις βέρες τους,- τί παστρικές θά 'ταν!- για σαπούνι, ασβέστη και το γεράνι στον τενεκέ της αυλής. Στο Δουργούτι, Νέα Κίο Αργολίδας, Επτάλοφο Θεσσαλονίκης, Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέφεια, Κοκκινιά, Καισαριανή.

Καισαριανή. Αριστερός ή ουδέτερος καμιά σημασία δεν έχει, αφού ζεις στην Καισαριανή εξορία θα πας. Περίπολοι κρατικών και παρακρατικών φωνάζουν με χωνιά: "Βρωμιάρηδες κομμουνιστές, όλους θα σας σκοτώσουμε!". Την Πρωτομαγιά του 1944 όλοι οι δρόμοι της βαμμένοι με αίμα, χυμένο από τα καμιόνια που κουβαλούν τους 200 εκτελεσμένους από τους Ναζί στο Σκοπευτήριο Καισαριανής. Η ηθοποιός- δημοσιογράφος Αριστούλα Ελληνούδη, μάνα του ξεχωριστά προικισμένου νέου ηθοποιού Γιάννου Περλέγκα, γέννημα θρέμμα Καισαριανής μαζεύει ένα αδέσποτο. Ο χωροφύλακας το κλωτσάει, απειλεί. Μάνα και κόρη Ελληνούδη παρακαλούν μια φίλη στη Γούβα να το κρατήσει. Το σκυλί δεν είναι άνθρωπος. Δε θέλει να αποχωριστεί αυτές που αγαπά. Όταν οι γυναίκες αρχίζουν να απομακρύνονται αλυχτάει, χτυπάει δυνατά το κεφάλι του στον τοίχο.Ώσπου το ανοίγει. Έχει αυτοκτονήσει.
Ξυπόλυτα χειμώνα καλοκαίρι τα παιδιά. Φοράνε τα χιλιοσολιασμένα παπούτσια μόνο τις γιορτές. Από τους καλύτερους πρόσφυγες Καισαριανιώτες τσαγκάρηδες ο γεννημένος σα σήμερα 3 Αυγούστου Αντώνης Καλογιάννης.Βγάζει ένα - ένα τα καρφιά από το στόμα, σολιάζει, μπαλώνει, τραγουδάει. Το καλύτερο μεροκάματο τον φέρνει σε υπόγειο υποδηματοποιείο στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι. Κρατάει το σφυρί, την φαλτσέτα παίρνει από την κορδελιάστρα το φόντι,το μοντάρει στο καλούπι του δίνει μορφή: γόβα ή μοκασίνι, τραγουδάει "σμυρνιώτικα τραγούδια ανατολίτικα, λυπητερά"*
Μεγάλος, Υψηλός, Δαίμονας Θεϊκός ο Μίκης Θεοδωράκης πασχίζει να μη φύγει θερισμένη,αναπολόγητη η μεταπολεμική Ελλάδα. Βγάζει από τα συρτάρια τη μεγάλη ποίηση του αιώνα. Για πρώτη φορά τούτος ο λαός, όλη η γη μαντεύει χάρη σ΄αυτόν το βαθύ μυστήριο της ζωής και της τέχνης. Τραγουδάει Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Νερούντα. Εκείνο το απόγευμα όμως, σκεπτικός, ανήσυχος περπατάει. Ο Γιάννης Πουλόπουλος αρνείται να πάει μαζί του για συναυλίες στην ΕΣΣΔ...Στο ταξίδι στην Σκαμαρκάνδη η Τύχη περιγελά αυτόν που δεν την κατάλαβε:" Όχι εκεί που με περίμενες εσύ. Εκεί που σε περιμένω εγώ". Μια φωνή τον διακόπτει. Δεν έρχεται από μέσα του. Απέξω είναι. Σκύβει,-όσο μπορεί να σκύψει όποιος έμαθε να πετάει. Μαθαίνοντας και τους άλλους να πετάνε.Κουτρουβαλώντας φτάνει στην υπόγεια βιοτεχνία παπουτσιών. Ο μάστορας ανυποψίαστος συνεχίζει. Μοντάρει και τραγουδάει. Τραγουδάει και μοντάρει.Το παραμύθι μόλις άρχιζε.
Ο Μίκης τον παίρνει σηκωτό. Στις πρόβες ανυπομονεί. "Ο τσαγκάρης; Πού είναι ο τσαγκάρης;". Η Μόσχα τον αποθεώνει. Στην Πετρούπολη ο Αράμ Χατζουριάν του "Σπάρτακου"**και του " Χορού των Σπαθιών"** ζητάει επίμονα αυτόγραφα από τον Αντώνη Καλογιάννη. Σεμνός, διστακτικός εκείνος, ήδη σαστισμένος, ιδρώνει, πανιάζει. Και ο δαιμόνιος Μίκης "Πείτε στον μαέστρο, να κάνει υπομονή. Για να ελευθερώσει τα χέρια του, πρέπει να βγάλει τα καρφιά από το στόμα του". Κάθε φορά που μιλάει για τον Καλογιάννη το ίδιο επαναλαμβάνει:"Μα και ο πιο ανίδεος μπορεί να το καταλάβει, η φωνή του βγαίνει ποιητική, γεμάτη επινοήσεις και τσακίσματα γιατί έχει στο στόμα του καρφιά ". Γελάει δυνατά, σηκώνει ελαφρά τους ώμους, τον κοιτάζει ίσια στα μάτια, όπως κοιτάνε μόνο αυτοί που αγαπάνε. "Δεν έπρεπε να φύγεις εσύ και να είμαι εγώ ακόμη ζωντανός" λέει με στοχαστική περισυλλογή όταν ο Αντώνης Καλογιάννης κοιμάται τον ανεξύπνητο ύπνο. Μα έχει ακόμα δρόμο...
Ο απίστευτος αυτός τσαγκάρης με το ψηλό, λιγνό σώμα και τη μεταρσιωμένη από πρόκες φωνή. Ξεσηκώνει:"Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς/ καβάλα πάμε στον καιρό". Το προσκλητήριο δε του στερεί την ανάλαφρη πνοή του παράπονου όταν παρακολουθεί την εύθραυστη μουσική του Μάριου Τόκα: "Στην τρυφερή σου την παλάμη/ κουρνιάζουν τα χρυσά πουλιά/ ποιαν αμαρτία νά 'χω κάνει και μού 'χουν λείψει τα φιλιά;"*** Σε χαμηλούς τόνους με αναλαμπές και η εξομολόγηση στα" Επιφάνια": "Κράτησα τη ζωή μου/ Κράτησα τη ζωή μου/ ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα/ κάτω απ΄το πλάγιασμα της βροχής.../στ΄αριστερό σου χέρι μια γραμμή/ μια χαρακιά στο γόνατό σου/ τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού/ τάχα να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς"****
Ένα ακόμα ράγισμα της φωνής του θα σπάσει την ομίχλη που συσκοτίζει το φως και τον ήλιο. Για τους δρόμους που είδαν τα νιάτα μας, ακόμη περισσότερο φως. Δυο βήματα από το σπίτι μας στην οδό Αλκιβιάδου μένουν οι αδελφοί Τζαβάρα, για εμάς για πάντα τα αγαπημένα Τζαβαράκια, Νίκος και Γιώργος. Με τις κιθάρες τους συμμετέχουν στην ενορχήστρωση του Άλμπουμ: "Ο Αντώνης Καλογιάννης τραγουδά Ζώρζ Μουστακί". Μάστορας ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου στη μετάφραση από τα γαλλικά. Εκπληκτικά μοναδικά τα Τζαβαράκια με τις διπλές κιθάρες προσθέτουν στα κρουστά του Λιβιεράτου, ανοίγοντας καινούριες δυνατότητες στην εκφραστικότητα της κιθάρας Ακέραιος, κρυστάλλινος ο Αντώνης Καλογιάννης:"Γι αυτούς που ζήσαν μόνοι/ μεσ' την άγρια σιωπή/ είν΄τ΄όνειρο μεγάλο/ και θ΄ανθήσει ένα πρωϊ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου