ΚΟΣΜΕ ΚΟΣΜΕ.
Κόσμε κόσμε του μπαξέ μου δυοσμε
κόσμε κόσμε του Θεού φουμιά.
Κάμε κάμε λουλουδάκι νά `μαι
νά `μαι νά `μαι σ’ ακροποταμιά.
Βαφτιστή μου κι άγιε Κλήδονα
βάλε μέλι στ’ αγριοκύδωνα
Φίλε φίλε τον αητό σου στείλε
φίλε φίλε πάνω στα βουνά.
Τρέξε τρέξε με τον ήλιο παίξε
τρέξε τρέξε κι ο καιρός περνά.
Βαφτιστή μου καμηλιέρη μου
πες μου τώρα για το ταίρι μου
Χάρε χάρε τους γερόντους πάρε
Πάρε πάρε κι άσε τα παιδιά.
Κοίτα κοίτα τη χρυσή σαΐτα
κοίτα κοίτα πόχουν στην καρδιά.
Βαφτιστή μου Ριζικάρη μου
ποιος θα πάρει το λογάρι μου.
Βράδυ βράδυ γύρω στο πηγάδι
Βράδυ βράδυ έμπα στο χορό.
Μίλα μίλα στης καρδιάς τα φύλλα
μίλα μίλα δροσερό νερό.
Βαφτιστή μου και Σωτήρα μου
πες μου πάλι για τη μοίρα μου.
Κόσμε κόσμε του μπαξέ μου δυοσμε
κόσμε κόσμε του Θεού ματιά
Κάμε κάμε αγεράκι νά `μαι
νά `μαι νά `μαι πάνω απ’ τη φωτιά.
κόσμε κόσμε του Θεού φουμιά.
Κάμε κάμε λουλουδάκι νά `μαι
νά `μαι νά `μαι σ’ ακροποταμιά.
Βαφτιστή μου κι άγιε Κλήδονα
βάλε μέλι στ’ αγριοκύδωνα
Φίλε φίλε τον αητό σου στείλε
φίλε φίλε πάνω στα βουνά.
Τρέξε τρέξε με τον ήλιο παίξε
τρέξε τρέξε κι ο καιρός περνά.
Βαφτιστή μου καμηλιέρη μου
πες μου τώρα για το ταίρι μου
Χάρε χάρε τους γερόντους πάρε
Πάρε πάρε κι άσε τα παιδιά.
Κοίτα κοίτα τη χρυσή σαΐτα
κοίτα κοίτα πόχουν στην καρδιά.
Βαφτιστή μου Ριζικάρη μου
ποιος θα πάρει το λογάρι μου.
Βράδυ βράδυ γύρω στο πηγάδι
Βράδυ βράδυ έμπα στο χορό.
Μίλα μίλα στης καρδιάς τα φύλλα
μίλα μίλα δροσερό νερό.
Βαφτιστή μου και Σωτήρα μου
πες μου πάλι για τη μοίρα μου.
Κόσμε κόσμε του μπαξέ μου δυοσμε
κόσμε κόσμε του Θεού ματιά
Κάμε κάμε αγεράκι νά `μαι
νά `μαι νά `μαι πάνω απ’ τη φωτιά.
ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ ΣΤΗΝ
ΑΜΙΣΟ (O ΜΑΥΡΑΪΛΗΣ)
Στη Βαβυλώνα, στην Αμισό
σαν πας, γεράκι μου χρυσό
θέλω να ειπείς του Μαυραϊλή
ώρα του καλή, ώρα του καλή
να ξαναρθεί στον τόπο μας.
Πες του ποια μέρα θα ξεκινά
να βάλω διάτα στα βουνά
κρυφά να ροδαμίσουνε
μαύρα μου βουνά, μαύρα μου βουνά
να τον καλωσορίσουνε.
Κι εσύ, μανούλα, κυρά γλυκιά
στον ήλιο βγάλε τα προικιά
να ιδεί που χρόνους δώδεκα
μάνα μου γλυκιά, μάνα μου γλυκιά
κρατώ το λόγο πόδωκα.
Παιδιά μην κλαίτε, μην κλαίτε πια,
παράγγειλα στην Αραπιά
να φέρουν κόκκινο κρασί
έλα πιες κι εσύ, έλα πιες κι εσύ
για την καινούργια ανάσταση
σαν πας, γεράκι μου χρυσό
θέλω να ειπείς του Μαυραϊλή
ώρα του καλή, ώρα του καλή
να ξαναρθεί στον τόπο μας.
Πες του ποια μέρα θα ξεκινά
να βάλω διάτα στα βουνά
κρυφά να ροδαμίσουνε
μαύρα μου βουνά, μαύρα μου βουνά
να τον καλωσορίσουνε.
Κι εσύ, μανούλα, κυρά γλυκιά
στον ήλιο βγάλε τα προικιά
να ιδεί που χρόνους δώδεκα
μάνα μου γλυκιά, μάνα μου γλυκιά
κρατώ το λόγο πόδωκα.
Παιδιά μην κλαίτε, μην κλαίτε πια,
παράγγειλα στην Αραπιά
να φέρουν κόκκινο κρασί
έλα πιες κι εσύ, έλα πιες κι εσύ
για την καινούργια ανάσταση
ΤΑ ΦΛΟΥΡΙΑ
Σ’έρημο φαράγγι σε λυκοποριά
Έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά
Ξόρκισα το χώμα έκανα σταυρό
Πριν αποσπερώσει να τα βρω
Τότε καρασκέρι γροίκησα μακριά
Κι είδα μες στο ήλιο στην κακοπετριά
Τρεις αλογολάτες με βαριά σπαθιά
Και τις αλυσίδες αρμαθιά
Τι’ναι το κισμέτι τι’ναι το γραφτό;
Πριν το μονοπάτι πάρω να κρυφτώ
Μού’στησαν καρτέρι σε μια πατουλιά
Και με κλαίγαν δένδρα και πουλιά
Ήταν μαύρη Τρίτη μαύρο δειλινό
Κι έχασα τον κόσμο και τον ουρανό
Σε μεγάλο κάστρο σε βαθειά σπηλιά
Με τους πεθαμένους αγκαλιά
Ώσπου κάποιο βράδυ τρίξαν οι αρμοί
Κι άστραψε στην πόρτα λυγερό κορμί
Μια Βασιλοπούλα σαν τη Μαξιμώ
Πού’χε δυο φιδάκια στο λαιμό
Πάρε λέει τα φίδια, βάλ’τα στη καρδιά
Και μεγάλωσέ τα σαν μικρά παιδιά
Το’να είν’ ο Δράκος τ’άλλο ο Διγενής
Άξιο τους αδέρφι να γενείς
Κράτησα τα φίδια μες στην ερημιά
Βιος μου και ρεγάλο και κληρονομιά
Μου’φερναν καρύδια γάλα και ψωμί
Δίχως να γυρεύουν πλερωμή
Κι όταν κάποια νύχτα σώπασε η φωτιά
Σκάψανε του τοίχου τη ραγισματιά
Βρήκαν κερκοπόρτα και πρωί πρωί
Μού’δειξαν το δρόμο στη ζωή
Τώρα τι στα λέω τι στα μολογώ
Μάθε μόνο τούτο πού’μαθα κι εγώ
Αν κρατάς χρυσάφι πλούτη και φλουριά
Δεν κατέχεις τί’ναι λευτεριά
Έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά
Ξόρκισα το χώμα έκανα σταυρό
Πριν αποσπερώσει να τα βρω
Τότε καρασκέρι γροίκησα μακριά
Κι είδα μες στο ήλιο στην κακοπετριά
Τρεις αλογολάτες με βαριά σπαθιά
Και τις αλυσίδες αρμαθιά
Τι’ναι το κισμέτι τι’ναι το γραφτό;
Πριν το μονοπάτι πάρω να κρυφτώ
Μού’στησαν καρτέρι σε μια πατουλιά
Και με κλαίγαν δένδρα και πουλιά
Ήταν μαύρη Τρίτη μαύρο δειλινό
Κι έχασα τον κόσμο και τον ουρανό
Σε μεγάλο κάστρο σε βαθειά σπηλιά
Με τους πεθαμένους αγκαλιά
Ώσπου κάποιο βράδυ τρίξαν οι αρμοί
Κι άστραψε στην πόρτα λυγερό κορμί
Μια Βασιλοπούλα σαν τη Μαξιμώ
Πού’χε δυο φιδάκια στο λαιμό
Πάρε λέει τα φίδια, βάλ’τα στη καρδιά
Και μεγάλωσέ τα σαν μικρά παιδιά
Το’να είν’ ο Δράκος τ’άλλο ο Διγενής
Άξιο τους αδέρφι να γενείς
Κράτησα τα φίδια μες στην ερημιά
Βιος μου και ρεγάλο και κληρονομιά
Μου’φερναν καρύδια γάλα και ψωμί
Δίχως να γυρεύουν πλερωμή
Κι όταν κάποια νύχτα σώπασε η φωτιά
Σκάψανε του τοίχου τη ραγισματιά
Βρήκαν κερκοπόρτα και πρωί πρωί
Μού’δειξαν το δρόμο στη ζωή
Τώρα τι στα λέω τι στα μολογώ
Μάθε μόνο τούτο πού’μαθα κι εγώ
Αν κρατάς χρυσάφι πλούτη και φλουριά
Δεν κατέχεις τί’ναι λευτεριά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου