Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Χατζιδακις - Γκατσος


ΙΡΛΑΝΔΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΔΑΙΟΣ

Χρόνια και χρόνια μεσ` στην άμμο
εκεί που ανθίζει η φοινικιά
δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο
δώρα κρατώντας και προικιά.
ο ένας ήταν Ιρλανδός, ο άλλος ήταν Ιουδαίος

Δίψα τους έκαιγε τα χείλη
μα πριν φωνάξουν τη βροχή
είδαν στην έρημο μια πύλη
που `γραφε τέλος και αρχή,
μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός, πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος

Πέρασαν τα μεγάλα τείχη
και κάπου εκεί στην αγορά
κάποιον ρωτήσανε στην τύχη
πού είναι ο γάμος κι η χαρά .
τον ρώτησε ο Ιρλανδός, τον ρώτησε κι ο Ιουδαίος

Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια
τους έδειξε στο χώμα εμπρός
δυο πεθαμένα περιστέρια
που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός

Δάκρυσε τότε ο Ιρλανδός, εδάκρυσε κι ο Ιουδαίος


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ

Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή, μετά απ’ τη φυλακή
επέρασ’ απ’ το σπίτι

Του βγάλαμε γλυκό, τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα

Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά
και βγήκε από τη σάλα

Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη

Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη


ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο,
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου, Περσεφόνη,
στην αγκαλιά της γης,
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο,
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν` να δουν διυλιστήριο.

Κοιμήσου ,Περσεφόνη,
στην αγκαλιά της γης,
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα,
τώρα καμιόνια κουβαλάν` στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά, σιδερικά ,παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου, Περσεφόνη,
στην αγκαλιά της γης,
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.


Δεν υπάρχουν σχόλια: