ΜΕ Τ`ΑΣΠΡΟ ΜΟΥ
ΜΑΝΤΗΛΙ
Με τ’ άσπρο μου
μαντήλι
θα σ’ αποχαιρετήσω
και για να μου `ρθεις πίσω
στην εκκλησιά θα μπω.
Θ’ ανάψω το καντήλι
και το κερί θα σβήσω,
τα μάτια μου θα κλείσω
και θα σ’ ονειρευτώ.
Γιατί είσαι λυπημένο
και δε μιλάς και συ,
πουλί ταξιδεμένο
σε μακρινό νησί;
Είχα τα δυο σου χείλη
κρυφό της νύχτας ταιρι,
μα το δικό μου αστέρι
μη παίρνεις από δω.
Σου χάρισα κοχύλι
να το κρατάς στο χέρι,
ως τ’ άλλο καλοκαίρι
που θα σε ξαναδώ.
θα σ’ αποχαιρετήσω
και για να μου `ρθεις πίσω
στην εκκλησιά θα μπω.
Θ’ ανάψω το καντήλι
και το κερί θα σβήσω,
τα μάτια μου θα κλείσω
και θα σ’ ονειρευτώ.
Γιατί είσαι λυπημένο
και δε μιλάς και συ,
πουλί ταξιδεμένο
σε μακρινό νησί;
Είχα τα δυο σου χείλη
κρυφό της νύχτας ταιρι,
μα το δικό μου αστέρι
μη παίρνεις από δω.
Σου χάρισα κοχύλι
να το κρατάς στο χέρι,
ως τ’ άλλο καλοκαίρι
που θα σε ξαναδώ.
ΣΤ`ΟΥΡΑΝΟΥ ΤΗΝ
ΑΚΡΗ
Στραβά το
καπελάκι μου,
στριμμένο το τσιγάρο,
πολλές φουρτούνες πέρασα
και δεν φοβάμαι χάρο.
Τη θάλασσα πολέμησα,
του κόσμου την αρμύρα,
μα τώρα που σε γνώρισα,
την κάτω βόλτα πήρα.
Στ’ ουρανού την άκρη
Παναγιά σε φίλησε,
παγωμένο δάκρυ
στην καρδιά μου κύλησε.
Στραβά το καπελάκι μου
στο χέρι κομπολόι,
μετρώ τα σκαλοπάτια σου
κι η έγνοια σου με τρώει.
Μα πριν με διώξεις, άκαρδη,
θερμά παρακαλώ σε
περκάλι βενετσάνικο
να κοιμηθούμε στρώσε.
στριμμένο το τσιγάρο,
πολλές φουρτούνες πέρασα
και δεν φοβάμαι χάρο.
Τη θάλασσα πολέμησα,
του κόσμου την αρμύρα,
μα τώρα που σε γνώρισα,
την κάτω βόλτα πήρα.
Στ’ ουρανού την άκρη
Παναγιά σε φίλησε,
παγωμένο δάκρυ
στην καρδιά μου κύλησε.
Στραβά το καπελάκι μου
στο χέρι κομπολόι,
μετρώ τα σκαλοπάτια σου
κι η έγνοια σου με τρώει.
Μα πριν με διώξεις, άκαρδη,
θερμά παρακαλώ σε
περκάλι βενετσάνικο
να κοιμηθούμε στρώσε.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ
ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ
Τα παιδιά της καταιγίδας σήμερα
μ’ αλυσίδες μηχανές και σίδερα,
της ζωής το νόημα προδώσανε
και στους σκύλους όλα τ’ άγια δώσανε
μ’ αλυσίδες μηχανές και σίδερα,
της ζωής το νόημα προδώσανε
και στους σκύλους όλα τ’ άγια δώσανε
Πίσω μου γκρεμός
μπρος μου ποταμός,
σ’ άγριους ουρανούς
ταξιδεύει ο νους,
μάνα μου, μάνα μου,
ποιος μας άγγιξε;
την φτωχή μας καρδιά
ποιος την στράγγιξε;
πίσω μου γκρεμός
μπρος μου ποταμός
πάρε με καημέ, παρηγόρα με
Τα παιδιά της καταιγίδας φύγανε,
μη ρωτήσεις μη ρωτάς που πήγανε,
το στερνό τους καλοκαίρι κάψανε
και στη στάχτη τ’ όνομά τους γράψανε
Πίσω μου γκρεμός
μπρος μου ποταμός
σ’ άγριους ουρανούς
ταξιδεύει ο νους
μοίρα μου, μοίρα μου
ποιος μας μάτιασε;
την φτωχή μας καρδιά
ποιος κομμάτιασε;
πίσω μου γκρεμός
μπρος μου ποταμός
πάρε με καημέ, παρηγόρα με
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου