ΠΑΕΙ ΕΦΥΓΕ ΤΟ
ΤΡΕΝΟ
Σβήνει τ’ αστέρι του Βοριά
στην ανηφοριά
κι ένα ποτάμι φωτεινό
κυλάει στον ουρανό
Κοιμούνται ακόμα τα παιδιά
κάτω απ’τη ροδιά
Και μ’ένα δάκρυ μου θολό
τα μάτια τους φιλώ
Πάει έφυγε το τρένο, έφυγες κι εσύ
σταλαγματιά χρυσή
πάει χάθηκε το τρένο, χάθηκες κι εσύ
σε γαλανό νησί
Πήρες απ’ το καλοκαίρι στο μικρό σου χέρι
το λαμπερό τ’ αστέρι και πήγες σ’ άλλη γη
μ’ όνειρα κι εγώ πηγαίνω να σε περιμένω
νερό σταματημένο σε δροσερή πηγή
στην ανηφοριά
κι ένα ποτάμι φωτεινό
κυλάει στον ουρανό
Κοιμούνται ακόμα τα παιδιά
κάτω απ’τη ροδιά
Και μ’ένα δάκρυ μου θολό
τα μάτια τους φιλώ
Πάει έφυγε το τρένο, έφυγες κι εσύ
σταλαγματιά χρυσή
πάει χάθηκε το τρένο, χάθηκες κι εσύ
σε γαλανό νησί
Πήρες απ’ το καλοκαίρι στο μικρό σου χέρι
το λαμπερό τ’ αστέρι και πήγες σ’ άλλη γη
μ’ όνειρα κι εγώ πηγαίνω να σε περιμένω
νερό σταματημένο σε δροσερή πηγή
ΠΑΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Πάει ο καιρός, πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και κάθε αυγή ξεκινούσε μια πηγή
για να ποτίσει όλη τη γη
Ήρθανε νύχτες και βροχές
και χειμωνιάσαν οι ψυχές
και στο βαθύ το σκοτάδι έχει σταθεί
ένα παιδί να ζεσταθεί
Τώρα το δάκρυ κυλάει στο χώμα,
και πέρα απ’ το Βοριά
ένα καράβι ρωτάει ακόμα
πού θα βρει στεριά
ΠΕΡΙΜΠΑΝΟΥ
Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά, Περιμπανού
κι ήτανε δεκαπέντε χρονών
Έγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανού
μ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό
Μα της ζωής το κύμα το παράφορο
σάρωσε βάρκες και κουπιά
Και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο
ποιος τη θυμάται τώρα πια
Περιμπανού την έλεγα κι εγώ, Περιμπανού
κι ας μη με είχε ακούσει κανείς
Έμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του Αυγερινού
προτού καρδιά μου πέτρα γενείς
κι ήτανε δεκαπέντε χρονών
Έγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανού
μ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό
Μα της ζωής το κύμα το παράφορο
σάρωσε βάρκες και κουπιά
Και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο
ποιος τη θυμάται τώρα πια
Περιμπανού την έλεγα κι εγώ, Περιμπανού
κι ας μη με είχε ακούσει κανείς
Έμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του Αυγερινού
προτού καρδιά μου πέτρα γενείς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου