ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙΑ ΜΟΥ
Κάτω στην άσπρη
που κοιμάσαι ακρογιαλιά
θα `ρθώ με του ουρανού τ’ αστέρια,
να σου κεντήσω με κοχύλια τα μαλλιά,
με βότσαλα τα χέρια
Απ’ της καρδιάς την ανθισμένη τη φωλιά
θα στείλω κι άλλα περιστέρια,
να νανουρίσουν τ’ όνειρό σου με φιλιά,
του Μάη γαριφαλιά.
Θαλασσοπούλια μου, θαλασσοπούλια μου
κοιμάται η πούλια μου, κοιμάται η πούλια μου.
θα `ρθώ με του ουρανού τ’ αστέρια,
να σου κεντήσω με κοχύλια τα μαλλιά,
με βότσαλα τα χέρια
Απ’ της καρδιάς την ανθισμένη τη φωλιά
θα στείλω κι άλλα περιστέρια,
να νανουρίσουν τ’ όνειρό σου με φιλιά,
του Μάη γαριφαλιά.
Θαλασσοπούλια μου, θαλασσοπούλια μου
κοιμάται η πούλια μου, κοιμάται η πούλια μου.
ΚΑΝΕ ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΣΟΥ ΧΑΡΑ
Κάνε το δάκρυ σου
χαρά
και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι,
τώρα που πάλι λαχταρά
ν’ ανοίξει τ’ όνειρο τα πρώτα του φτερά.
Σε καρτερώ τόσον καιρό
να ’ρθείς και πάλι στην παλιά πηγή
σε καρτερώ πικρό νερό.
Στου γυρισμού την αμμουδιά
έχω κρυμμένο το παλιό μας το φεγγάρι
να στο χαρίσω μια βραδιά
που θα φανείς μέσα απ’ των άστρων τα κλαδιά.
και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι,
τώρα που πάλι λαχταρά
ν’ ανοίξει τ’ όνειρο τα πρώτα του φτερά.
Σε καρτερώ τόσον καιρό
να ’ρθείς και πάλι στην παλιά πηγή
σε καρτερώ πικρό νερό.
Στου γυρισμού την αμμουδιά
έχω κρυμμένο το παλιό μας το φεγγάρι
να στο χαρίσω μια βραδιά
που θα φανείς μέσα απ’ των άστρων τα κλαδιά.
ΚΕΜΑΛ
Ακούστε την
ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της Ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του Θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο,
αλλά, πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
ενός νεαρού πρίγκιπα, της Ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του Θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο,
αλλά, πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη, μια φορά και ένα καιρό,
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκει,
τον κοιτάν` οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά,
μαύρο μέλι, μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες ,μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου Παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο, βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου