Πασπάλη(αρχ.ψιλοαλεσμενο σταρι/κεχρι)>>πασπαλιζω
Πάσσω(αρχ)>>παστό,αλι-παστο,παστάδα,πασπατευω
από πηγνυμι(=μπηγω),παραγωγα:
παγος,παγιος,πηζω,παγιδα,α-παξ,παχνη,αρχ.πασσαλος
lt. palus,pactum(εμπεδωμενη συμφωνια)
πασο<<<λατ.passare(περναω)<<< passus(βημα)
πασουμακι(υποκοριστικο του πασούμι)<<τουρκ. pasmak/basmak(μοσχαρι ενός ετους…από το δερμα
του κατασκευαζαν παντοφλες/μαλακά παπουτσια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου