Είναι δεδομένη η αποδοκιμασία προς την κυβερνητική πολιτική. Μόλις το 20-25% είναι ο σκληρός πυρήνας της. Όλοι θέλουν να πέσει και κάνουν σχέδια τα οποία είναι πολύ μακριά από τις ανάγκες των πολιτών. Η αντιπολίτευση αδυνατεί να αγγίξει καυτά θέματα της καθημερινότητας και γι’ αυτό τα κόμματα δίνουν ανάσες που ισοδυναμούν με επιτυχία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Όλη η προσπάθεια γίνεται στο ποιος θα έχει το πάνω χέρι και πώς κι όχι στο ποιος θα χαράξει μια πολιτική που θα συσπειρώσει κόσμο γύρω του. Ας πούμε ότι η ιδέα που έχει πέσει είναι η συνένωση των δυνάμεων της αντιπολίτευσης την οποία ωστόσο δεν επιθυμεί κανείς αν δεν έχει πολιτικό κέρδος. Και με το δίκιο τους. Η απάντηση από τον Τσίπρα είναι μια νέα κίνηση με οργανωτικούς δεσμούς δημοκρατικού κόμματος αμερικανικού τύπου. «Προχωράω κι ακολουθείτε» είναι η λογική και πρακτική ενός μεσσία.
Είναι κακό αυτό; Τίποτα δεν είναι κακό ή καλό αν δεν γνωρίζουμε τον σκοπό. Αυτήν τη στιγμή η μοναδική επιτυχημένη αντίδραση από (πολύ) προοδευτικές θέσεις εξελίσσεται στη Νέα Υόρκη και κανείς δεν το βλέπει γιατί αδυνατεί να αντιληφθεί την πρόταση κυβερνησιμότητας με ριζοσπαστικό σχέδιο. Καλός ο φόρος Ζικμάν αλλά να τον αξιοποιήσεις, π.χ., σε δωρεάν συγκοινωνίες, σε προγράμματα πρόνοιας ή στη μείωση ενοικίων κι όχι σε πρωτογενή πλεονάσματα ή σε επιδόματα. Σε τρεις εβδομάδες έχουν εκλογές εκεί στο Μεγάλο Μήλο και ο φιλοπαλαιστίνιος μετανάστης μουσουλμάνος υποψήφιος που κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών αλλά δεν τον στηρίζει το κόμμα έχει πιάσει τον παλμό των απλών ανθρώπων με το ρηξικέλευθο πρόγραμμά του και ήδη έχει αγγίξει δημοσκοπικά το 50%.
Πάνω που με απασχολούσαν αυτά, σκεφτόμουν ότι μεγαλώνοντας θα χρειαζόμαστε γιατρούς για να αντιμετωπίσουμε θέματα υγείας. Τα νοσοκομεία όμως έχουν καταρρεύσει με την πολιτική Μητσοτάκη και την απεραντοσύνη της αλαζονείας του Αδώνιδος Γεωργιάδη. Πώς καταφέραμε να μην υπερασπιστούμε το ΕΣΥ και να επιστρέφουμε στα δεδομένα της δεκαετίας του 1970;
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις έπεσα στην ανάρτηση του λογοτέχνη Μιχάλη Μαλανδράκη. Την παραθέτω αυτούσια διότι έχει τη δύναμη των λέξεων και των συναισθημάτων, πώς δηλαδή από το δόξα τω θεώ φτάνεις την επόμενη στιγμή στο βόηθα Παναγιά:
Η ανοιχτή πληγή
Κουβαλάω τις πατερίτσες για την αυριανή μου επέμβαση στο χέρι. Μόλις τις έχω αγοράσει.
Πετυχαίνω τον ντελιβερά στην είσοδο της πολυκατοικίας τη στιγμή που μου χτυπάει το κουδούνι. Του λέω πως για εμένα μάλλον είναι η παραγγελία.
Με κοιτάζει. «Για σένα οι πατερίτσες;»
Αμέσως μόλις του πω «ναι» και πριν ξεκινήσω να γκρινιάζω για το γόνατό μου, εκείνος αφήνει την παραγγελία, σκύβει, σηκώνει το μπατζάκι της φόρμας και μου δείχνει το πόδι του. Σακατεμένο.
Αν και η πληγή φαίνεται παλιά και έχει επουλωθεί, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο χαρακτηρισμό για αυτό το πόδι που βλέπω, εκτός από σακατεμένο.
«Με χτύπησε κι έφυγε, φίλε, πριν τέσσερα χρόνια, Εγώ με το μηχανάκι. Από εδώ πέρασε το σίδερο. Δες».
Βγάζει το κινητό, ψάχνει και μου δείχνει μία φωτογραφία με το τραύμα του πριν τέσσερα χρόνια – που δε θα ξεχάσω ποτέ. Δεν αντέχω και κοιτάζω από την άλλη. Βλέπει ότι ζορίστηκα.
«Αδερφέ μου, 45 μέρες δεν μπορούσα να πάω τουαλέτα. 45 μέρες είχα κλειστεί στο δωμάτιο και το καθάριζα μόνος μου. Δεν άφηνα ούτε τη γυναίκα να μπει μέσα, ούτε τα παιδιά. 15 κιλά έχασα, σαν νεκρός ήμουν».
Τον ρωτάω γιατί δεν πήγε στο νοσοκομείο. Πού να καταλάβω εγώ με τα χαρτιά μου και την ιδιωτική μου ασφάλεια; Μου λέει πως από το νοσοκομείο το έσκασε, έφυγε την ίδια νύχτα και βλέπω την εικόνα ενός ανθρώπου με σχεδόν κομμένο πόδι να φεύγει κρυφά τη νύχτα από το νοσοκομείο και να προχωράει μόνος στο δρόμο, χοροπηδώντας μέσα στα αίματα.
«Έχει φύγει το κόκκαλο, δες» – και ταρακουνάει με το χέρι την κνήμη και την περόνη στο δεξί πόδι, με το μπατζάκι πάντα ανεβασμένο, και το πόδι του τρέμει σαν ζελέ. Ποιο κόκαλο, δεν υπάρχει, έχει δίκιο.
«Εσύ τι έχεις;»
«Χιαστός και μηνίσκος», του απαντάω, και κουνάει με συγκατάβαση. Μου δείχνει το αριστερό πόδι, σηκώνει κι εκεί το μπατζάκι.
«Στο άλλο χιαστός κι εγώ. Ούτε εδώ έχω χειρουργήσει. Από το ίδιο τρακάρισμα».
Και το δεξί του γόνατο είναι εντελώς στραβό· το γόνατο στο οποίο στηρίζεται έχει επίσης κατεστραμμένους συνδέσμους – δεν μπορώ να καταλάβω πώς αντέχει.
«45 μέρες το καθάριζα μόνος μου. Μια κουτί μεσουλίτ τη μέρα. Τρύπησε το στομάχι μου. Μια κούτα μεσουλίτ, μάρτυράς μου ο Θεός», και κάνει το σταυρό του.
Κι αμέσως συμπληρώνει «Εγώ ευτυχώς πιστεύω πολύ, να ξέρεις. Είμαι ορθόδοξος πολύ. Θα τα πάρω πίσω, θα δεις».
Χαμογελάω στο «θα δεις». Με ρωτάει αν πιστεύω. Δε θέλω να διαχωριστούμε και του λέω «περίπου». «Εγώ πιστεύω πολύ», λέει ξανά.
«Τώρα είσαι καλά;» τον ρωτάω, «σε πονάει πολύ;»
«Ρε φίλε, αυτό με πονάει και με κουράζει κάθε μέρα. Μέσα μου με τρώει. Μπορεί στο άκυρο να βάλω τα κλάματα. Μα την Παναγία. Κλαίω. Αλλά όχι μπροστά στην οικογένεια. Ξέρεις τι κάνω εγώ; Πάω στο γήπεδο, ξέρεις, Καλλιμάρμαρο, εκεί ψηλά, και κάθομαι μέχρι το ξημέρωμα φίλε. Μετά τη βάρδια, κάθομαι εκεί. Αλλά, εντάξει, έχω στόχο φίλε. Ψιτ, για αυτούς εδώ».
Και με μία γρήγορη κίνηση, σαν να την έχει κάνει πολλές φορές στη ζωή του, σηκώνει τα χέρια και μου δείχνει δύο τατουάζ στους βραχίονες. «Εγώ, εντάξει. Για αυτούς εδώ. Και για τη γυναίκα μου – γυναίκα μου σπαθί, φίλε».
Τον ρωτάω πόσο είναι οι γιοι του.
«Ντάνιελ, 11. Νικόλα, 7».
Μιλάμε άλλα δέκα λεπτά. Έχω ακουμπήσει τις πατερίτσες στο έδαφος. Μου λέει διάφορα κι εγώ τον ακούω σιωπηλά και απόλυτα προσηλωμένα, γιατί νιώθω πως είναι το ελάχιστο – σαν να φταίω εγώ για το πόδι του.
«Παλιά είχα μπλέξει. Μέχρι τα 20 έκανα μαλακίες. 13 χρόνια τίποτα. Και πριν τέσσερα χρόνια έπαθα αυτό το κακό. Αμαρτία. Εγώ ήμουν σωστός, αυτός με χτύπησε και έφυγε».
Τον ρωτάω αν έχεις φίλους εδώ ή συγγενείς. Μόνο γυναίκα και τα παιδιά μου, απαντάει. Δεν έχει φίλους, ότι ο καθένας κοιτάζει την πάρτη του.
Μου λέει πως είναι από τη Γεωργία, αλλά νιώθει μισός-μισός. «Στη Γεωργία με λένε Έλληνα, κι εδώ με λένε Γεωργιανό». Και σκέφτομαι πόσες και πόσες φορές έχω γράψει αυτή τη φράση, αλλά αυτός εδώ τη ζει.
«Αυτός είναι Γεωργιανός, πρόσεχε τονα, έτσι δεν λέτε όλοι εδώ;»
Μετά μου λέει πως τρελαίνεται μόλις βλέπει οδηγό να μιλάει στο κινητό – έτσι τον χτύπησαν. «Άσε το γαμημένο, τρελαίνομαι αν δω κάποιον σε κινητό. Αν εγώ, όμως, κάνω δύο ελιγμούς στο φανάρι, οι μπάτσοι θα με σταματήσουν κατευθείαν».
Μου λέει ότι στη δουλειά του τού λένε να φτιάξει το πόδι, φοβάται μην πάθει γάγγραινα.
«Αλλά να πάω να χειρουργήσω και μετά να κάτσω πόσους μήνες χωρίς δουλειά; Καλύτερα κουτσός, παρά να πεινάσει η οικογένεια».
Και μετά βλέπεις την εικόνα του εαυτού σου να γκρινιάζει για την ακινησία στο μονόκλινο δωμάτιο του Ιατρικού Παλαιού Φαλήρου και ξανά και ξανά αυτός ο κόσμος σου τρίβει στη μούρη πόσο αδίκως, πόσο απίστευτα και ντροπιαστικά άδικος είναι. Σκέφτομαι την χρονική συγκυρία που τον συνάντησα και νιώθω περίεργα, πολύ.
Από την εφαρμογή χτυπάει ειδοποίηση. Πρέπει να φύγει. Τον πλησιάζω και δίνουμε μια αγκαλιά, «αν χρειαστείς κάτι εδώ μένω» του λέω. «Είσαι μάγκας», μου λέει και προσπαθώ να μην κλάψω, γιατί δεν είμαι μάγκας, είμαι ένας από τους τυχερούς ενός άνισου, παράλογου κόσμου.
Ούτε συμπέρασμα του τύπου «οπότε μην γκρινιάζουμε εμείς οι τυχεροί για τις ζωές μας, έλα, μια χαρά είμαστε», τίποτα τέτοιο.
Όποιος μιλούσε με αυτόν τον άνθρωπο, όποιος έβλεπε το πόδι του σήμερα, όποιος έβλεπε το πόδι του πριν τέσσερα χρόνια, όποιος έβλεπε πώς περπατούσε και πώς μιλούσε, και πώς θα κοιτούσε την Αθήνα πάνω στα μάρμαρα του Σταδίου στις έξι το πρωί, δεν θα ένιωθε τίποτα άλλο από θλίψη και ντροπή για το πόσο καταφανέστατα άδικη είναι η ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου