απο Νεκταριο Δαπέργολα (FB)
Θά τοῦ ἀφιερώσω λίγα λόγια, γιατί νιώθω πώς τοῦ τά ὀφείλω - καί ἄς μήν ἤθελα ἐδῶ καί πολλά χρόνια σχεδόν οὔτε τό ὄνομά του νά ἀκούω. Τοῦ τά ὀφείλω γιατί ἦταν - καί φυσικά παραμένει - κατά τήν γνώμη μου ἕνας ἐκ τῶν κορυφαίων τραγουδοποιῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν (καί ἐννοῶ σέ παγκόσμια κλίμακα). Καί τοῦ τά ὀφείλω, ἐπειδή μεγάλωσα κυριολεκτικά μέ τήν μουσική καί τούς στίχους του, σέ τέτοιο βαθμό πού νά τόν κατονομάζω ὡς ἕναν ἀπό τούς πλέον καθοριστικούς παράγοντες τῆς σκέψης καί τῆς παιδείας μου (καί δέν ἐννοῶ μόνο τῆς μουσικῆς). Καί αὐτός ἦταν βέβαια προφανῶς ὁ κύριος λόγος πού δέν τοῦ συγχώρεσα ποτέ τήν «προδοσία» του, ὅταν μπλέχτηκε μέσα στά σάλια τῆς κρατικοδίατης διαπλοκῆς καί ἔγινε ὑμνητής καί ὑπερασπιστής τοῦ συστήματος, ἀκόμη καί στίς πλέον ἀπεχθεῖς μορφές του - καί σέ ἕναν κατήφορο, πού ἀπό τίς μπίζνες μέ τό σημιτικό καθεστώς μέχρι τίς φασιστικές ἀσυναρτησίες περί τῶν διά τῆς βίας ἐμβολιασμῶν ἦταν πολύ μακρύς (ἀσύλληπτα περισσότερο ἀπό τό συγκλονιστικό Μακρύ του Ζεϊμπέκικο) καί ἀφάνταστα ὀλισθηρός. Γιατί δέν ἦταν ἁπλῶς μία «προδοσία» πρός αὐτά πού πρέσβευε ἐπί δεκαετίες (εἶναι ἄλλωστε τόσο ἐκτεταμένο καί σύνηθες πλέον τό φαινόμενο τῆς ἀποστασίας τῶν διανοουμένων τά τελευταῖα χρόνια, πού ἀλίμονο ἄν θυμώναμε ἤ ἄν πικραινόμασταν μέ τόν κάθε δημιουργό πού προδίδει τίς ἀρχές του). Εἶναι ὅμως φορές πού τό εἰσπράττεις προσωπικά: εἶναι σάν νά σέ ξεπουλάει ἕνα πολύ δικό σου πρόσωπο, σάν νά φεύγει ἤ νά πεθαίνει, ἐνῷ πρῶτα σέ ἔχει προδώσει. Εἶναι κι αὐτό ἕνα ἄλλο εἶδος ὀρφάνιας.
Ὁ Σαββόπουλος γιά μένα δέν ἔφυγε προχτές, ἀλλά πολύ νωρίτερα. Ἔφυγε καί μέ ἄφησε, ὡς ἔπος εἰπεῖν, ὀρφανό - καί ξέρω ὅτι κατά παρόμοιο τρόπο ἄφησε ὀρφανοῦς καί πολλούς ἀκόμη. Εἶχε μία συναρπαστική πορεία καλλιτεχνικῆς καί πνευματικῆς ὡρίμανσης ἀπό τήν ὕστερη δεκαετία τοῦ ’60 μέ ἀριστουργήματα σάν τό «Βρώμικο Ψωμί», τήν «Ὠδή στόν Γεώργιο Καραϊσκάκη», τήν «Δημοσθένους λέξη» καί φυσικά μέ κορύφωση τά πρώιμα ’80ς καί τά «Τραπεζάκια Ἔξω», ὅπου ἡ στιχουργική του δεινότητα συνάντησε πλήρως τόν Καημό τῆς Ρωμιοσύνης του Κόντογλου καί συνάμα ἐνσωμάτωσε συγκλονιστικές λάμψεις ἀπό τήν πατερική θεολογία - καί δέν ἐννοῶ μόνο τά δύο πιό γνωστά τραγούδια τοῦ δίσκου («Ἄς κρατήσουν οἱ χοροί» καί «Τσάμικο»), ἀλλά καί τό ὑπέροχο «Μυστικό Τοπίο» (βλ. τό πρῶτο σχόλιο) καί τό ἀκόμη πιό σπουδαῖο (καί πολυαγαπημένο μου) «Canto» (τό παραθέτω στό δεύτερο σχόλιο), πού δυστυχῶς πέρασε γενικά ἀπαρατήρητο καί ἀκατανόητο γιά τούς πολλούς - κι ἄς ἦταν μία ἐκπληκτική ὑμνητική ἀναφορά στόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό (καί εἰδικότερα σέ ἐκείνη τήν γενιά πού συνέρρευσε στό Ἅγιο Ὅρος τήν ἐποχή ἐκείνη), τόν ὁποῖο προσεγγίζει ἰδιόμορφα ἐνεός καί μέσα ἀπό τό «κοσμικό» πρίσμα τῆς «μωρίας τοῦ κηρύγματος» (Α΄ Κορινθ. α΄, 21). Παρέμεινε γιά πολλά ἀκόμη χρόνια σέ ὑψηλά ἐπίπεδα δημιουργίας, μᾶς ἔδωσε τούς «Κωλοέλληνες» καί ἀρκετά ἀκόμη σπουδαῖα κομμάτια καί βέβαια τό πρόβλημα δέν ἦταν ὅτι ἐν τέλει στέρεψε μουσικά περί τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 (πρᾶγμα οὔτε κακό, οὔτε καί ἀφύσικο - εἰδικά μετά ἀπό 30 καί πλέον χρόνια σταθερά ὑψηλῆς παραγωγῆς καί σέ πλήρη ἀντίθεση πρός τόσους καί τόσους ἄλλους ταλαντούχους ἀλλά διάττοντες δημιουργούς). Ἦταν ἁπλῶς τά στερνά του πού ἀτίμασαν τά πρῶτα. Ἡ ἴδια ἡ ζωή του, πού ἦρθε καί ἐπεχείρησε νά σπιλώσει τό ἔργο του.
Ὁ Σαββόπουλος ἦταν κάποτε ἡ κυρίαρχη μορφή μιᾶς πραγματικῆς ἐπανάστασης (ὄχι μόνο καί ἁπλά καλλιτεχνικῆς), φέρνοντας πάνω στό τραπέζι ὑμνητικά καί μέ μοναδικούς ποιητικούς τρόπους τήν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα σέ καιρούς μεταπολιτευτικῆς ἐθνομηδενιστικῆς καί ἐκκλησιομαχικής ὑστερίας καί προκαλώντας ἐπί πολλά χρόνια τήν μήνη τῶν «φωταδιστῶν» ψευτοπροοδευτικῶν. Πρέπει νά εἶναι κάποιος παντελῶς ἀστοιχείωτος ἤ ἀσύγγνωστα προκατειλημένος, γιά νά τό παραβλέψει αὐτό, ὑποτιμώντας συνάμα ἕνα τεράστιο μουσικά καί γλωσσικά ἔργο πού μᾶς ἄφησε πρός αὐτήν (ἀλλά καί ὄχι μόνο αὐτήν) τήν κατεύθυνση. Παρ' ὅτι ὅμως τό μυαλό του καί τό ἀπαράμιλλο γλωσσικό καί στιχουργικό του χάρισμα ἔσκαψαν πολυδαίδαλα καί περίτεχνα λαγούμια πρός τά τρίσβαθα τοῦ καθ’ ἡμᾶς Τρόπου, παραδόξως ὁ ἴδιος δέν μπόρεσε τελικά ποτέ νά ξεφύγει ἀπό τήν ἐπιφάνεια. Ἴσως νά εἶχε μέσα του πολλά σκοτάδια νά ξορκίσει - καί δέν τό μπόρεσε. Ἴσως νά ἦταν καί αὐτή ἡ βαριά πλάνη τοῦ νεορθόδοξου ἐγκεφαλισμοῦ (ἡ ἴδια πού χαντάκωσε πνευματικά τόσους ἀκόμη χαρισματικούς διανοητές), πού τοῦ ἐπέτρεψε νοητικά νά προσεγγίσει, ἀλλά προφανῶς ὄχι καί νά βιώσει. Στό τέλος πάντως τῆς ἡμέρας (καί τοῦτο τό τέλος καλύπτει ὁρατά μία καθοδική πορεία περίπου τριῶν δεκαετιῶν) ἔμεινε ἡ θλιβερή εἰκόνα τῆς μετάλλαξης: τοῦ πρωτοπόρου καλλιτεχνικά ὑμνητῆ τῆς ἄναρχης Ρωμιοσύνης πού ἔγινε μετά ὑμνητής τῆς πλέον αἰσχρῆς νεοταξίτικης καί δυστοπικής σκλαβιᾶς. Τοῦ ὑμνητῆ τῆς «ἄλλης Ἑλλάδας» πού ἔγινε ἕνα μέ τούς χειρότερους ἐκμαυλιστές καί σαρκοφάγους της. Τοῦ ἐχθροῦ του συστήματος πού ἔγινε μιά μέρα βασικός θεωρητικός τῆς πιό ἀκραίας καί ἐγκληματικῆς του μορφῆς καί ἐμβληματικό γρανάζι τῆς χυδαίας προπαγάνδας του.
Δέν ξέρω ποιά ἀπό τίς δύο εἰκόνες του ἦταν τελικά ἡ ἀληθινή: πιθανότατα καί οἱ δύο, ἡ καθεμιά στόν καιρό της. Ὅλοι μας ἐξάλλου τί εἴμαστε, ἄν ὄχι πεπτῶσες θεϊκές πνοές πού παλινδρομοῦν σέ ἐρεβοπυρίμικτους δρόμους, σέ μονοπάτια ἀνοδικά καί πτωτικά, μέ ἄδηλη καί κρύφια τήν στερνή τους ἔκβαση; Σίγουρα ἡ τελευταία εἰκόνα του εἶναι ἡ πιό ἐκκωφαντική, γιατί αὐτή ἦταν ἡ κατάληξη, αὐτό πού ἔμεινε στό τέλος. Κανείς ὡστόσο δέν ἔχει ἱστορικά καί καλλιτεχνικά τό δικαίωμα νά ἀποτιμήσει τόν Σαββόπουλο κρατώντας μόνο αὐτήν (γιατί βλέπω δυστυχῶς πολλούς νά τό πράττουν ἀβασάνιστα), ὅπως ἀνάλογα βεβαίως δέν ἔχει δικαίωμα καί νά τό πράξει μένοντας μόνο στήν πρώτη. Ὑπάρχει πάντως ἕνα σπουδαῖο μουσικό καί ποιητικό ἔργο, τό ὁποῖο θά παραμείνει κτῆμα ἐς ἀεί. Αὐτό δέν ἀκυρώνεται, ὅσο καί ἄν θαμπώνει ἀπό τήν «προδοσία» τοῦ δημιουργοῦ του, ὅσο κι ἄν θεωρημένο ἐκ τῶν ὑστέρων φαντάζει ἴσως σάν κούφιο κέλυφος καί «πουκάμισο ἀδειανό».
Ἐκεῖ ὅμως εἶναι τελικά καί ἡ οὐσία. Ἀδειανό πουκάμισο καταδείχθηκε ἐν τέλει τό ὅλο ποίημα γιά τόν ἴδιο τόν ποιητή του (αὐτή εἶναι ἡ πιό τραγική πινελιά), ὄχι ὅμως καί γιά ὅσους ἐπηρέασε τότε καί πού δέν τόν ἀκολούθησαν στήν πτώση του. Αὐτό δέν λέμε πώς εἶναι ἄλλωστε ἕνα βιβλίο, ἕνα τραγούδι, ἕνα ὁποιοδήποτε καλλιτεχνικό δημιούργημα; Ἕνα ταξίδι στό μυαλό καί τήν ψυχή τοῦ παραλήπτη, ἐντελῶς ἀνεξαρτητοποιημένο πλέον ἀπό τά χέρια τοῦ δημιουργοῦ; Αὐτό ἀκριβῶς ἰσχύει καί μέ τό ἔργο του Σαββόπουλου. Κάποιους ἀπό ἐμᾶς μᾶς καθόρισε καί αὐτό δέν ἀλλάζει, ὅσο καί ἄν ὁ ἴδιος μᾶς πρόδωσε ἀργότερα, τήν ἴδια ὥρα πού πρόδιδε πρωτίστως τόν ἑαυτό του (ὅπως ἀκριβῶς ἐξάλλου τό ἔπραξαν τόσοι καί τόσοι ἀκόμη πεπτωκότες διανοούμενοι, τόσοι καλλιτέχνες, τόσες ἐκκλησιαστικές μορφές). Δέν ἀλλάζει καί τοῦ τό χρωστᾶμε. Ἐμεῖς ὡστόσο, σέ πλήρη ἀντίθεση μέ ἐκεῖνον, παραμένουμε πάντα «μειοψηφίες, τάγματα ξυπόλητα, πού σκαρφαλώνουν μέσα σέ σκοτάδια ἀπόλυτα», ψάχνοντας τίς «παλιές κι ἀναμμένες τροχιές» τοῦ ἁγιοτόκου Τόπου καί τοῦ πυρίδαπτου Τρόπου μας, γυρεύοντας μέ «τούς πόθους μας νά ἀκολουθοῦνε ὑπόγεια διαδρομή» τήν αὐθεντική Ἑλλάδα, ἐκείνη «πού ἀντιστέκεται καί ἐπιμένει».
Ὁ Σαββόπουλος εἶναι πάρα πολύς καιρός πού δέν ἦταν πιά ἐδῶ. Γι’αυτό, πλήν ἴσως μιᾶς προσευχῆς γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του, κάποιοι δέν τόν πενθοῦμε ἀπό προχτές. Γιατί ἁπλούστατα τόν ἔχουμε ἤδη πενθήσει ἐδῶ καί πολλά χρόνια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου