Μία φορά κι έναν καιρό, ήταν τρία γουρουνάκια. Μια μέρα είδαν ότι το κράτος έδινε χρήματα για να φτιάξουν σπιτάκια όλα τα ζώα και είπαν να το κάνουν κι αυτά.
Το δεύτερο έφτιαξε ένα σπίτι από τούβλα. Όχι πολύ ακριβά, τα φτηνά, γιατί ήθελε κι αυτό να μοιράσει λεφτά στους φίλους του, ώστε να το αγαπάνε και να πίνουν στην υγειά του. Έτσι έκοψε το κόστος από όπου μπορούσε, κυρίως από εκεί που δεν έβλεπε ο πολύς κόσμος.
Το τρίτο άνοιξε βιβλία, πήρε χάρτες, διάβασε για την κλιματική αλλαγή, αν πρόκειται να βρέξει ή να χιονίσει, αν θα κάνει σεισμούς, τόσο σίδερο εδώ, τόσο μπετο εκεί, αντιπλημμυρικα έργα αντισεισμικος σχεδιασμός, αντιπυρικές ζώνες, ζήτησε εκπτώσεις από τεχνίτες κι εργολάβους, ξεπαραδιαστηκε, αλλά έμεινε ικανοποιημενο.
Και πέρασε το καλοκαίρι και ήρθε ο χειμώνας. Ένας λύκος, που η κλιματική αλλαγή είχε καταστρέψει το φυσικό του habitat, κατέβηκε στη γειτονιά των γουρουνακιων, ώστε να βρει τροφή. Πάει στο αχυρενιο σπίτι, φυσάει μια, φυσάει δύο, παρ'το κάτω το σπίτι. Το γουρουνάκι ίσα που πρόλαβε να βάλει δύο πράγματα σε μια βαλιτσουλα κι έφυγε τρέχοντας. Πήγε και χτύπησε την πόρτα του δεύτερου γουρουνακιου. Εκείνο το καλοδεχτηκε κι ας είχε πάνω του λίγες μαύρες βούλες. Το έβαλε στο σπίτι του κι άρχισαν μαζί να ψάχνουν καμιά σανίδα να κλείσουν τα παράθυρα. Δεν βρήκαν πολλά πράγματα, δεν υπήρχε τίποτα χρήσιμο στο σπίτι, αλλά έκαναν ο,τι μπόρεσαν. Ίσα που είχαν τελειώσει όταν άκουσαν τον λύκο να πλησιάζει. Ο λύκος φυσηξε μια, φυσηξε δύο, δυσκολεύτηκε λιγάκι, αλλά τελικά το έριξε το σπίτι. Ίσα που πρόλαβαν τα δύο γουρουνάκια να φύγουν από το σπίτι, ούτε τα βασικά δεν πήραν. Πήγαν στο σπίτι του τρίτου γουρουνακιου κι άρχισαν να βαράνε την πόρτα με μανία. Το τρίτο γουρουνάκι τους άνοιξε κι όταν άκουσε ότι έρχεται ο λύκος, τα πήγε σε ένα δωμάτιο. Πατάει ένα κουμπί, φραπ κατεβαίνουν κάγκελα σε όλα τα παράθυρα. Πατάει ένα άλλο, μπαίνει μπροστά μια γεννήτρια. Πατάει ένα τρίτο εμφανίζεται μια δεξαμενή με νερό. "Μην φοβάστε" τους λέει "εδώ έχουμε όσα χρειαζόμαστε". Κάποια στιγμή έρχεται ο λύκος, πατάει σε μια παγίδα, τραυματίζει το πόδι του. Φυσάει, φυσάει, πού να ρίξει το σπιτάκι, ήταν σκέτο φρούριο. Φεύγει απογοητευμένος*. Κι έτσι τα γουρουνάκια άνοιξαν κρασαρες και καλοφαγαν, από το ενημερωμένο κελάρι του τρίτου γουρουνακιου.
Κι αυτό, καλά μου παιδιά, είναι μια ιστορία για την σημασία της πρόληψης και του σωστού σχεδιασμου με μια εσάνς προσφυγικου.
(*εδώ υπάρχει κάτι στενάχωρο, γιατί κάτι πρέπει να φάει κι ο λύκος. Αλλά είναι αλληγορία. Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα υπήρχαν οργανώσεις με επαρκή χρηματοδότηση και θα τον φρόντιζαν κι αυτόν τον καημενο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου