Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

προς Κυβερνηση Τεχνοκρατών;

H  είδηση ότι οι Βρυξέλλες δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση Μητσοτάκη για να διαχειριστεί τα 32,5 δισεκατομμύρια ευρώ που θα εισρεύσουν στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης και γι’ αυτό και μιλούν για κυβέρνηση τεχνοκρατών, τάραξε τα πολιτικά νερά.

Κι αυτό όχι βέβαια γιατί η γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικαίωμα «να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις» στην Ελλάδα. Κάθε άλλο.
Αυτό ήταν, είναι και θα είναι αδιαπραγμάτευτο δημοκρατικό δικαίωμα του ελληνικού λαού και μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ετυμηγορίας του. Και οι ευρωπαίοι μόνο αφελείς δεν είναι για να μην τον γνωρίζουν αυτό.

Εκείνο που έχει όμως μεγάλο ενδιαφέρον στις διαρροές περί κυβέρνησης τεχνοκρατών είναι η ανησυχία των ευρωπαίων όχι μόνο  για τη διαχειριστική ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και για την κατεύθυνση της οικονομικής της πολιτικής.

Τη χαμηλή εμπιστοσύνη τους στην ελληνική κυβέρνηση οι ευρωπαίοι την αποδίδουν πρώτα στην αδιαφάνεια και στη διαφθορά που διαβλέπουν στις μέχρι τώρα αναθέσεις «κάτω από το τραπέζι» και στα εκατομμύρια που μοιράζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατά το δοκούν σε λογής ημετέρους. Την ανησυχία τους όμως οι ευρωπαίοι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη την αποδίδουν και στην οικονομική πολιτική του δόγματος «πολλά σε λίγους» την οποία ακολουθεί εκ συστήματος.

Σύμφωνα με την οποία ο αποκλειστικός αποδέκτης του δημόσιου χρήματος και του δημόσιου πλούτου που αφειδώς μοιράζει μέχρι σήμερα η κυβέρνηση, υπήρξε μια «περίκλειστη» εγχώρια επιχειρηματική ελίτ.

Οι ευρωπαίοι δηλαδή ανησυχούν γιατί η κυβέρνηση της Νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στην Ελλάδα συστηματικά αποκλείει από κάθε μορφή οικονομικής ενίσχυσης τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που, ούτως ή άλλως, αποτελούν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας. Απευθύνοντας το αποκλειστικό της ενδιαφέρον προς μια μικρή οικονομική ολιγαρχία, την οποία η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση έχει βάλει ως κεντρικό της στόχο να την καταστήσει πανίσχυρη στην Ελλάδα.

Αυτή η βίαιη ανακατανομή του πλούτου υπέρ μιας μικρής οικονομικής ελίτ και σε βάρος των συντελεστών της πραγματικής οικονομίας, που είναι οι χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και τα εκατομμύρια των εργαζομένων, είναι που ανησυχεί ιδιαίτερα τους ευρωπαίους εταίρους μας.
Αυτό το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο του «πολλά σε λίγους» τους τρομάζει, καθώς ανησυχούν για την κατάληξη που θα έχουν τα 32,5 δις ευρώ που θα εισρεύσουν προσεχώς στην Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά ταμεία.

Αυτό όμως το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο που ακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το οποίο αποτελεί το κεντρικό σημείο αιχμής για την απόσυρση της ψήφου εμπιστοσύνης των ευρωπαίων εταίρων μας σε αυτήν, είναι συγχρόνως και η πηγή κάθε κακού στο εσωτερικό της χώρας.
Ξεκινώντας από την αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, η οποία εκδηλώνεται με την πρωτιά της χώρας ως προς τους θανάτους, σε αναλογία πληθυσμού, τους τελευταίους μήνες. Με την Ελλάδα να καταλαμβάνει σταθερά τη 2η με 3η θέση από το τέλος στην Ευρώπη, αλλά και την 5η θέση από το τέλος παγκοσμίως.

Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει 2,5 φορές περισσότερους θανάτους, ανά εκατομμύριο πληθυσμού, σε σύγκριση με το μέσο όρο των θανάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Οφείλεται στην πολιτική που επίμονα ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση να κόβει δαπάνες από την Υγεία και ως εκ τούτου να μην ενισχύει το ΕΣΥ. Με αποτέλεσμα να έχει αφήσει τα νοσοκομεία να δίνουν τη μάχη απέναντι στην πανδημία εντελώς ανοχύρωτα από το αναγκαίο υγειονομικό προσωπικό και από τους απαιτούμενους για την αντιμετώπιση της πανδημίας εξοπλισμούς και τις υποδομές.

 Αφού η κεντρική επιδίωξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι να ιδιωτικοποιήσει και τον τομέα της υγείας, παραχωρώντας το ξεχωριστό αυτό… φιλέτο στην οικονομική ολιγαρχία την οποία εκπροσωπεί και η οποία σε αντάλλαγμα τη στηρίζει και τη διατηρεί στην εξουσία.

Όλα τα υπόλοιπα αντιεπιστημονικά και αντικοινωνικά που διαδίδουν περί «πεταμένων εκατομμυρίων στις ΜΕΘ», περί «ΕΣΥ πολυτελείας» και περί «ίδιας θνητότητας εντός και εκτός ΜΕΘ» δεν είναι παρά το επικοινωνιακό προπέτασμα καπνού προκειμένου να υλοποιηθεί αυτή η κεντρική πολιτική επιλογή τους.
Μια επιλογή που μας έχει κοστίσει ακριβά, καθώς την πληρώνουμε με εκατόμβες αδικοχαμένων καθημερινά. Όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη, έχοντας ενισχύσει επαρκώς τα συστήματα υγείας τους ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έχουν καταφέρει να ελαχιστοποιήσουν τους θανάτους, παρά την αύξηση των κρουσμάτων.

Αλλά και για την αποτυχημένη διαχείριση των φυσικών καταστροφών, είτε πρόκειται για πυρκαγιές το καλοκαίρι που καταστρέφουν εκατομμύρια στρέμματα δάσους, πολλαπλάσια αναλογικά σε σχέση με τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες με τις ίδιες καιρικές συνθήκες, είτε πρόκειται για χιονιάδες τον χειμώνα, που παραλύουν για μέρες την Αθήνα, φταίει η ίδια αιτία.

Δεν επενδύουν ούτε στην προστασία της φύσης, ούτε στη θωράκιση του κρατικού μηχανισμού προκειμένου να αντιμετωπίσει τις έκτακτες φυσικές συνθήκες στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, γιατί κατευθύνουν το σύνολο των δημόσιων πόρων στην ενίσχυση των φιλικών τους επιχειρηματικών συμφερόντων.
Κι ακόμη, πίσω και από την πρωτιά της Ελλάδας στην ακρίβεια και στον πληθωρισμό στην Ευρώπη, όπως και πίσω από την ακριβότερη τιμή του ρεύματος χονδρικής, αλλά και της βενζίνης, κρύβονται οι ίδιες νεοφιλελεύθερες επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Η βιαστική και χωρίς σχεδιασμό απολιγνιτοποίηση της χώρας δεν έγινε για άλλο λόγο παρά για να ανατεθούν τα αιολικά πάρκα στις μετρημένες στα δάχτυλα φιλικές προς την κυβέρνηση εργοληπτικές εταιρείες. Με αποτέλεσμα την ξαφνική κατάρρευση της ενεργειακής αυτονομίας της χώρας, σε μια εποχή που αυξήθηκε κατακόρυφα η τιμή των εισαγόμενων ενεργειακών πόρων, όπως το φυσικό αέριο.

Αλλά και η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ την πιο κρίσιμη, για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, στιγμή δεν είχε άλλο σκοπό παρά την απόδοση σε ιδιωτικά συμφέροντα της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού και δι’ αυτής του απόλυτου ελέγχου του ενεργειακού πεδίου από κερδοσκοπικά συμφέροντα.
Από την ανησυχία λοιπόν των ευρωπαίων για την κυβέρνηση Μητσοτάκη κρατάμε τους λόγους που και οι Βρυξέλλες επικαλούνται για την απομάκρυνσή της. Καθώς το δόγμα «πολλά σε λίγους» που τους τρομάζει, είναι η αιτία και όλων των δεινών της χώρας.

Εκείνο που απορρίπτουμε όμως είναι τα σχέδια περί κυβέρνησης τεχνοκρατών. Γιατί το ποια κυβέρνηση θα διαδεχθεί τη σημερινή είναι μια υπόθεση που θα αποφασιστεί από τον ελληνικό λαό στις εκλογές που πλησιάζουν, καθώς η κυβέρνηση δέχεται πια πιέσεις τόσο από το εσωτερικό, όσο όμως και από το εξωτερικό της χώρας.

Στις εκλογές που έρχονται, τώρα που κατέρρευσε το νεοφιλελεύθερο πρότυπο ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι προφανές ότι θα αναδειχθεί μια προοδευτική πλέον κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που θα απαντήσει στα μεγάλα κενά της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Θα επενδύσει δηλαδή γενναία στο κοινωνικό κράτος και στις δημόσιες δομές και θα υποστηρίξει την πραγματική οικονομία και τους συντελεστές της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: