Γυναίκες μόνες
Στίχοι: Αναστασια Μουτσάτσου
Μουσικη:Δημητρα
Γαλάνη
Τραγουδαει η
Αναστασια Μουτσάτσου
Γυναίκες μόνες,
αγριολούλουδα της γης της νύχτας ανεμώνες,
φθινοπωριάτικης βροχής ατίθασες σταγόνες,
σκόρπια φωτάκια ζεστασιάς μες στους χειμώνες.
Γυναίκες μόνες, μες στα πελάγη της ζωής ανήσυχες γοργόνες,
άγνωστες δίπλα μας γνωστές και της σιωπής θαμώνες,
απ’ της αγάπης τα νησιά οι Ροβινσώνες.
Μάνα γλυκιά μου και φιλενάδες μου και πόσες,
στα μονοπάτια της καρδιάς συνταξιδιώτες.
Μάνα γλυκιά μου και φιλενάδες μου και πόσες,
χίλιες εικόνες κοντινές κι εγώ απ’ τις πρώτες.
Γυναίκες μόνες, ταξιδευτές μες στης ψυχής
τους άγριους κυκεώνες, αερικά του φεγγαριού,
ανήμεροι κυκλώνες, άπαρτα κάστρα μυθικά μες στους αιώνες.
Μάνα γλυκιά μου και φιλενάδες μου και πόσες
στα μονοπάτια της καρδιάς, συνταξιδιώτες.
Μάνα γλυκιά μου και φιλενάδες μου και πόσες
χίλιες εικόνες κοντινές κι εγώ απ’ τις πρώτες.
φθινοπωριάτικης βροχής ατίθασες σταγόνες,
σκόρπια φωτάκια ζεστασιάς μες στους χειμώνες.
Γυναίκες μόνες, μες στα πελάγη της ζωής ανήσυχες γοργόνες,
άγνωστες δίπλα μας γνωστές και της σιωπής θαμώνες,
απ’ της αγάπης τα νησιά οι Ροβινσώνες.
Μάνα γλυκιά μου και φιλενάδες μου και πόσες,
στα μονοπάτια της καρδιάς συνταξιδιώτες.
Μάνα γλυκιά μου και φιλενάδες μου και πόσες,
χίλιες εικόνες κοντινές κι εγώ απ’ τις πρώτες.
Γυναίκες μόνες, ταξιδευτές μες στης ψυχής
τους άγριους κυκεώνες, αερικά του φεγγαριού,
ανήμεροι κυκλώνες, άπαρτα κάστρα μυθικά μες στους αιώνες.
Μάνα γλυκιά μου και φιλενάδες μου και πόσες
στα μονοπάτια της καρδιάς, συνταξιδιώτες.
Μάνα γλυκιά μου και φιλενάδες μου και πόσες
χίλιες εικόνες κοντινές κι εγώ απ’ τις πρώτες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο μπαρμπας μου ο
Παναής
Στιχοι Ευτυχια Παπαγιαννοπουλου
Μουσικη: Γιωργος Στεφανήκης
Τραγουδαει η Αργυρω
Καπαρού
Είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή
Τον ξακουστό τον Παναγή
Καμάρι κι ασικλίκι
Λάζο στη μέση του χωστό
Μουστάκι μαύρο γυριστό
Καφέ αμάν και αγαπητιλίκι
Μες τα Βουρλά κατιρματζής
αντάμης και κοντραμπατζής
και της Τουρκιάς ο τρόμος
καβάλα σε λιγνό φαρί
το μάτι του θόλο βαρύ
πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη
Τσακιρισμένος μια βραδιά
Κι ως ήταν άντρας με καρδιά
Τον βάρεσε η τρέλα
Και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές
Ξεσήκωσε τις γειτονιές
Κι έσπασε δυο μπορντέλα
Φτωχό σαν λάχαινε να δει
Δάκρυζε σαν μικρό παιδί
Κι ως είχε και παράδες
Κάθε Χριστού και Πασχαλιά
Μοίραζε ψώνια αγκαλιά
Στους φτωχομαχαλάδες
Η μάνα μου η Αλισαβώ
Και η νενέ μου η Τζεβώ
είχαν συχνά μπελάδες
γιατί μας βγάζαν αβανιές
Πως στου σπιτιού μας τις γωνιές
Κρύβαμε κατιρμάδες
Και κάποιο δειλινό μουντό
Μας τον εφέραν σηκωτό
Στο σπίτι λαβωμένο
Με ματωμένη τραχηλιά
Σπασμένη ραχοκοκαλιά
Πολύ βαριά μαχαιρωμένο
Και πρίν χάραξει η αυγή
Και πριν ο ήλιος καλοβγεί
Τον στόλιζαν στη κάσα
Τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί
Τον μπάρμπα μου τον Παναή
Πήρ’ η Τουρκιά ανάσα
Τον έφαγε μια παστρικιά
Μια του παλιά αγαπητικιά
Αχ έρημη αγάπη
Γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ
Κρυφά της τάχε από καιρό
Με την Αγγέλα του Αράπη
Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
Ο κιρχανάς να κλείσει
Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς
Απ’ τα σεκλέτια της καρδιάς
Κι η ρωμιοσύνη σβήσει
Μα σβήστηκε ο Παναής
Απ’ τα κιτάπια της ζωής
ας έχει σχώριο η ψυχή του
Αυτόν που έτρεμε η Τουρκιά
Τον έφαγε η αγαπητικιά
Και πήγε τσάμπα η ζωή του
(Μεγάλωσα κι εγώ που λες
Κοπέλα μες τις κοπελιές
Και τ’ Αϊβαλιού λουλούδι
Τον μπάρμπα μου δεν τον ξεχνώ
Κι έκατσα αυτό το δειλινό
Και σας τον έκανα τραγούδι)
Τον ξακουστό τον Παναγή
Καμάρι κι ασικλίκι
Λάζο στη μέση του χωστό
Μουστάκι μαύρο γυριστό
Καφέ αμάν και αγαπητιλίκι
Μες τα Βουρλά κατιρματζής
αντάμης και κοντραμπατζής
και της Τουρκιάς ο τρόμος
καβάλα σε λιγνό φαρί
το μάτι του θόλο βαρύ
πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη
Τσακιρισμένος μια βραδιά
Κι ως ήταν άντρας με καρδιά
Τον βάρεσε η τρέλα
Και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές
Ξεσήκωσε τις γειτονιές
Κι έσπασε δυο μπορντέλα
Φτωχό σαν λάχαινε να δει
Δάκρυζε σαν μικρό παιδί
Κι ως είχε και παράδες
Κάθε Χριστού και Πασχαλιά
Μοίραζε ψώνια αγκαλιά
Στους φτωχομαχαλάδες
Η μάνα μου η Αλισαβώ
Και η νενέ μου η Τζεβώ
είχαν συχνά μπελάδες
γιατί μας βγάζαν αβανιές
Πως στου σπιτιού μας τις γωνιές
Κρύβαμε κατιρμάδες
Και κάποιο δειλινό μουντό
Μας τον εφέραν σηκωτό
Στο σπίτι λαβωμένο
Με ματωμένη τραχηλιά
Σπασμένη ραχοκοκαλιά
Πολύ βαριά μαχαιρωμένο
Και πρίν χάραξει η αυγή
Και πριν ο ήλιος καλοβγεί
Τον στόλιζαν στη κάσα
Τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί
Τον μπάρμπα μου τον Παναή
Πήρ’ η Τουρκιά ανάσα
Τον έφαγε μια παστρικιά
Μια του παλιά αγαπητικιά
Αχ έρημη αγάπη
Γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ
Κρυφά της τάχε από καιρό
Με την Αγγέλα του Αράπη
Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
Ο κιρχανάς να κλείσει
Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς
Απ’ τα σεκλέτια της καρδιάς
Κι η ρωμιοσύνη σβήσει
Μα σβήστηκε ο Παναής
Απ’ τα κιτάπια της ζωής
ας έχει σχώριο η ψυχή του
Αυτόν που έτρεμε η Τουρκιά
Τον έφαγε η αγαπητικιά
Και πήγε τσάμπα η ζωή του
(Μεγάλωσα κι εγώ που λες
Κοπέλα μες τις κοπελιές
Και τ’ Αϊβαλιού λουλούδι
Τον μπάρμπα μου δεν τον ξεχνώ
Κι έκατσα αυτό το δειλινό
Και σας τον έκανα τραγούδι)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Παναγία των
Πατησίων
Στιχοι: Ν Γκατσος
Μουσικη: Μ
Χατζιδακις
Τραγουδαει η Γιαννα
Κατσαγιωργη
Τη μέρα που γεννήθηκα
με πήρανε τρεις γύφτοι
και στράτα στράτα με έφεραν
εδώ στον Ποδονίφτη
Τα σπίτια τότε φτωχικά
ξεσκέπαστο το ρέμα
το γάλα ήταν όνειρο
και παραμύθι η κρέμα
Μα εμένα μού'δωσε η ζωή λαχταριστές καμπύλες
που για τους άντρες άνοιγαν των ουρανών τις πύλες
και μού'λεγαν στενάζοντας καθώς με παίρναν πρέφα
"Εσύ κερδίζεις μάνα μου και κύπελλο Ουέφα"
Απ'αριθμούς και γράμματα
δε σκάμπαζα ούτε λέξη
κι ένα παιδί της γειτονιάς
πού'χα μαζί του μπλέξει
Έπαιζε με ένα ακορντεόν
σε μια μικρή ορχήστρα
και με το ζόρι μ' έβαλε
να γίνω τραγουδίστρα
Βγήκα στο πάλκο μια βραδιά κι ω θαύμα των θαυμάτων
πάψαν των σκύλων οι φωνές κι οι τσαχπινιές των γάτων
και μού 'λεγαν οι φίλοι μου, παιδιά του εργοταξίου
"εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου"
Με τον καιρό βαρέθηκα
τον ακορντεονίστα
τα λόγια του μου φέρνανε
και κούραση και νύστα
Έτσι λοιπόν παντρεύτηκα
κάποιον συνταξιούχο
κι είχα σπιτάκι καθαρό
σιδερωμένο ρούχο
Κι έμαθα σαν λησμόνησα του τραγουδιού τα φάλτσα
να φτιάχνω φίνο μουσακά και μακαρόνια σάλτσα
κι όλοι μου λέγαν σε γιορτές, σε γάμους, σε βαφτίσια
"εσύ θα γίνεις Παναγιά μια μέρα στα Πατήσια".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου