ΜΕ ΜΙΑ ΠΙΡΟΓΑ
στιχοι:Αλκης Αλκαιος
Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή,
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί,
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις
Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου,
σου `φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό,
στα δύο είπες θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ,
σκούριασε το κλειδί του Παραδείσου
Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά,
πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι,
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά,
αγάπη που σε λέγαμε Αντιγόνη
Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω,
εδώ είναι Αττική,Θεων νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
οπου ασκούνται, βρίζοντας, ξένοι φαντάροι
τις ώρες που αγριεύει η βροχή,
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί,
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις
Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου,
σου `φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό,
στα δύο είπες θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ,
σκούριασε το κλειδί του Παραδείσου
Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά,
πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι,
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά,
αγάπη που σε λέγαμε Αντιγόνη
Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω,
εδώ είναι Αττική,Θεων νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
οπου ασκούνται, βρίζοντας, ξένοι φαντάροι
ΜΙΑ ΠΙΣΤΑ ΑΠΟ ΦΩΣΦΟΡΟ
Λινα Νικολακοπουλου
Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο,
θα σου `φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο,
με δώδεκα διαδρόμους,
δώδεκα τρόμους,
με βύσματα κι εντάσεις φορητές,
με πείσματα κι αεροπειρατές
αν ήτανε η αγκαλιά σου όαση,
θα σου `φερνα δισκάκια για ακρόαση,
στο λίκνισμα της άμμου
στάλα η καρδιά μου
κι η διψασμένη μου ψυχή, στρατός,
και πάνω της ζωής ο αετός
Όνειρα ,όνειρα,
φλόγες μακρινές μου,
Του φευγιού μου όνειρα
κι άγνωστες φωνές μου
Κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι,
σαν ήσυχος θεός θα εκπορεύομαι
απ’τ’άσπρο σου το χιόνι δίχως σεντόνι,
στα νύχια του κακού τη νύχτα αυτή
κι ο θάνατος λυπάται να κρυφτεί
θα σου `φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο,
με δώδεκα διαδρόμους,
δώδεκα τρόμους,
με βύσματα κι εντάσεις φορητές,
με πείσματα κι αεροπειρατές
αν ήτανε η αγκαλιά σου όαση,
θα σου `φερνα δισκάκια για ακρόαση,
στο λίκνισμα της άμμου
στάλα η καρδιά μου
κι η διψασμένη μου ψυχή, στρατός,
και πάνω της ζωής ο αετός
Όνειρα ,όνειρα,
φλόγες μακρινές μου,
Του φευγιού μου όνειρα
κι άγνωστες φωνές μου
Κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι,
σαν ήσυχος θεός θα εκπορεύομαι
απ’τ’άσπρο σου το χιόνι δίχως σεντόνι,
στα νύχια του κακού τη νύχτα αυτή
κι ο θάνατος λυπάται να κρυφτεί
ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ
Βολφ Μπιρμαν/Κουρτοβικ
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θελουν παλληκαριά
αλλά, οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
που στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό τον κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους;
τους Γερμανους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ ,μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του Κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου