ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Ο
ΕΡΩΤΑΣ
Πανσέληνος ο
Έρωτας βουρλίζει το κορμί μου
και σ’ ονειρεύομαι, και σ’ ονειρεύομαι, και σ’ ονειρεύομαι
σαν το χαμψίνι σάρωσες την έρημη ψυχή μου
και τώρα καίγομαι, και τώρα καίγομαι, και τώρα καίγομαι
Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω
για να `χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω
Σαν το ταμπάκο ρούφηξες μαζί με το φιλί μου
Την αμαρτία μου, την αμαρτία μου, την αμαρτία μου
Με χτύπησες αλύπητα κι έκανες την πληγή μου
αθανασία μου, αθανασία μου, αθανασία μου
Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω
για να `χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω
και σ’ ονειρεύομαι, και σ’ ονειρεύομαι, και σ’ ονειρεύομαι
σαν το χαμψίνι σάρωσες την έρημη ψυχή μου
και τώρα καίγομαι, και τώρα καίγομαι, και τώρα καίγομαι
Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω
για να `χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω
Σαν το ταμπάκο ρούφηξες μαζί με το φιλί μου
Την αμαρτία μου, την αμαρτία μου, την αμαρτία μου
Με χτύπησες αλύπητα κι έκανες την πληγή μου
αθανασία μου, αθανασία μου, αθανασία μου
Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω
για να `χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω
ΑΝΤΙΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Παιδί μου μην κοιμάσαι
ξαγρύπνα κόρη μου
κοίτα για να τρομάξεις
το θώρι μου
Τον περσινό χειμώνα
καλά καθούμενα
ήρθαν και μας ξυπνήσαν
λαλούμενα
Αν είσαι κουρασμένο
απ’ τα νυχτέρια σου,
βάλε μες στα δικά μου
τα χέρια σου
Στον παρακάτω δρόμο
ξαγρύπνα κόρη μου
έπεσε στην παγάνα
τ’αγόρι μου
Παιδί μου μη κοιμάσαι
ανατριχίλα μου
κράτα στητά τα μάτια
και μίλα μου
Παιδί μου μη κοιμάσαι
ΘΑ `ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΗΣ
ΦΩΤΙΑΣ
θα 'ρθει μια μέρα
της φωτιάς
κι η πόλη θα κοιμάται
και στα βαθιά σας όνειρα
γυμνοί θα περπατάτε |
Θα 'ρθει καιρός
αγιάτρευτος
με τσόκαρα στα πόδια
και θα `λαφιάσει τα μωρά
τα δέντρα και τα βόδια
Όποιος κοιμάται
και δεν ακούσει
και δε μιλήσει
πικρούς αιώνες θα περιμένει
την άλλη κρίση
Θα 'ρθει κρατώντας το σπαθί
το δίκοπο στο χέρι
και θα φωνάξει του φονιά
να ρίξει το μαχαίρι
θα’ ρθει ξανθός αρχάγγελος
απ΄την απάνω πόλη
να σπείρει δώδεκα φορές
το χέρσο περιβόλι
Όποιος κοιμάται
και δεν ακούσει
και δε μυρίσει
πικρούς αιώνες θα περιμένει
την άλλη κρίση
ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ
Άστρι της
τραμουντάνας
να πεις του κλύδωνα
πως πιάστηκαν στα δίχτυα
πετροχελίδονα
Σε μαύρο και στενό καιρό
αγέρας τα κυλάει τα λιθαρόπουλα
σε μαύρο και στενό καιρό
Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα
Προτού τα καμακώσουν τα δίχτυα χάλασα
και τ’ άφησα να φύγουν στη πικροθάλασσα
Λεβέντες του Λεβάντε, κρασί μετάλαβα
και θα ‘ρθω πριν νυχτώσει στα πετροκάραβα
Σε μαύρο και στενό καιρό...
ΜΗΝ ΤΟ ΞΥΠΝΑΤΕ
Τα μεσημέρια στην
κάτω πόλη
το ξέρουν όλοι, το `δα κι εγώ,
ένα κορίτσι λιγνό σα στάχυ,
τα `χει δεν τα `χει τα δεκαοκτώ.
Τα μεσημέρια μέσα στον κόσμο
κρατώντας δυόσμο με το δεξί
ανοίγει δρόμο , χιονίζει, βρέχει
και δεν προσέχει που περπατεί.
Μην το ξυπνάτε , είναι χαμένο
σε τόπο ξένο ύπνο βαθύ.
Μην το ξυπνάτε , θα λαχταρήσει
όταν γυρίσει ξανά στη γη.
Τα μεσημέρια, η κάτω πόλη
σαν περιβόλι
μοσχοβολεί
Περνάει εκείνο μέσα στη ζάλη
και το κεφάλι
αργοκινεί
Παραμερίζουν κι αυτό γελάει
αλλού κοιτάει
και χαιρετά
ίσως πιό πάνω, ίσως πιό πέρα
κι απ’ τον αέρα που το βαστά.
Μην το ξυπνάτε …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου