ΣΤΑ ΠΙΣΩ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.
ΣTOYΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Στους χρόνους της καταστροφής
εικοσιδυό και πέρα
φονιάδες παραμόνευαν
το γέρο μου πατέρα.
Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά
οι νύχτες κρύα μάτια
οι πόρτες κρύβανε φωνές
σκιές τα σκαλοπάτια.
Πικροί καιροί σημαδιακοί
με δάκρυα κι αλάτι
με του δασκάλου τη φωνή
το χέρι του εργάτη.
Μαζί με κείνους στο σταυρό
παρά να προσκυνήσω
παρά να πάω μπρός σκυφτός
ορθός να πολεμήσω.
Τα χέρια νά ‘ναι σίδερα
και θα γυρίσει η σφαίρα
θα φέρει κάτω το φονιά
και πάνω τον πατέρα.
εικοσιδυό και πέρα
φονιάδες παραμόνευαν
το γέρο μου πατέρα.
Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά
οι νύχτες κρύα μάτια
οι πόρτες κρύβανε φωνές
σκιές τα σκαλοπάτια.
Πικροί καιροί σημαδιακοί
με δάκρυα κι αλάτι
με του δασκάλου τη φωνή
το χέρι του εργάτη.
Μαζί με κείνους στο σταυρό
παρά να προσκυνήσω
παρά να πάω μπρός σκυφτός
ορθός να πολεμήσω.
Τα χέρια νά ‘ναι σίδερα
και θα γυρίσει η σφαίρα
θα φέρει κάτω το φονιά
και πάνω τον πατέρα.
ΠΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΣΕΚΤΑ
Πόσα χρόνια δίσεκτα μέσα σε μιαν ώρα
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά.
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά.
ΗΤΑΝ Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Ήταν ο τόπος μου βράχος και
χώματα ήλιος και μαύρο
κρασί. Όργωνα θέριζα και με
τον Όμηρο σε τραγουδούσα,
λαέ μου. Πάνω στα κύματα
νύχτες ολόκληρες σε ονειρεύτηκα.
Ήταν τα σπίτια μου άσπρα
γαρίφαλα και τα κορίτσια σεμνά.
Είχαν αρμύρα στα χείλη στα
μάτια τους καίγανε την οικουμένη
και τα παιδιά μου με μια
φυσαρμόνικα τα ξελογιάζανε.
Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο,
όνειρο καθημερνό.Κάποιος τον
πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε
σαν δανεισμένη πραμάτεια.
Τώρα τ’ αγόρια μου παίζουν
το θάνατο στα χαρακώματα.
χώματα ήλιος και μαύρο
κρασί. Όργωνα θέριζα και με
τον Όμηρο σε τραγουδούσα,
λαέ μου. Πάνω στα κύματα
νύχτες ολόκληρες σε ονειρεύτηκα.
Ήταν τα σπίτια μου άσπρα
γαρίφαλα και τα κορίτσια σεμνά.
Είχαν αρμύρα στα χείλη στα
μάτια τους καίγανε την οικουμένη
και τα παιδιά μου με μια
φυσαρμόνικα τα ξελογιάζανε.
Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο,
όνειρο καθημερνό.Κάποιος τον
πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε
σαν δανεισμένη πραμάτεια.
Τώρα τ’ αγόρια μου παίζουν
το θάνατο στα χαρακώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου