Εργάτης ήμουν άριστος, τα περασμένα χρόνια
Πάντα για τρύγο επήγαινα, σε όλα τα ξένα "αλώνια"
Ευθύς τα συμφωνήσαμε, πάω την άλλη μέρα
Βλέπω τ’ αμπέλι τρυφερό, της χήρας πέρα ως πέρα
Τραβάω πρώτη μηχανή, τραβάω και δευτέρα
Τραβάω κι άλλες τέσσερες, ώσπου να φύγει η μέρα
Κυρά μου σώθηκε ο χαλκός, και βγήκανε τ’ αστέρια
Τι να μου κάνουν χριστιανέ, μονάχα έξη χέρια
Στο χάλι πούν’ το κτήμα μου, εσύ να το δροσίσεις
Τουλάχιστον δέκα φορές, πρέπει να το ραντίσεις
Κι’ εκεί που ετοιμαζόμουνα, τη μηχανή να λύσω
Να πλύνω το σωλήνα της, και να την καθαρίσω
Μου την αρπάζει με ορμή , με πιάνει χέρι-χέρι
Να της περάσω ήθελε, ακόμη ένα χέρι
Μα δώστου βίρα με ορμή, με δύναμη μεγάλη
Αλλά χαλκό η μηχανή, δεν είχε πια να βγάλει
Αρπάζω το σακάκι μου, παίρνω τον ψεκαστήρα
Στο δρόμο εβλαστήμαγα, το κτήμα και τη χήρα
Σας συνιστώ βρε φίλοι μου, εσείς όπου γ@μ@τε,
Σε κτήμα ακαλλιέργητο, χήρας ποτέ μην πάτε
Γιατί όποιος με χήρας κτήματα, τολμήσει και τα βάλει,
Θα σπάσει ο ψεκαστήρας του, και ας είναι και από ατσάλι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου