Γέννημα θρέμμα μιας γενιάς προσφοράς, στερήσεων και αγώνα για τη λευτεριά, ο Πάνος Τζαβέλλας είχε βάλσαμο της ψυχής του την ποίηση και το τραγούδι, μέχρι το τέλος της ζωής του. Γεννήθηκε στην Κοζάνη, στις 27 Δεκεμβρίου 1925. Εκεί τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το γυμνάσιο κι έμαθε, αυτοδίδακτος, κιθάρα. Τα πρώτα του ακούσματα, δεν ήταν τρυφερά παιδικά τραγούδια, αλλά η βουή των όπλων από τις εκτελέσεις, στο νεκροταφείο δίπλα στο σπίτι.
Ο πατέρας του, καλός μηχανικός, στην Κοζάνη γνώρισε την Κατερίνα, τη γυναίκα του. Μαθητής ο Πάνος Τζαβέλλας, οργανώνεται στους παράνομους μηχανισμούς της Αριστεράς. Στα 15, δηλώνει εθελοντής δεύτερης γραμμής και φτάνει ως την Κορυτσά. Μετά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό, επιστρέφει στην Κοζάνη και οργανώνεται στο Αντάρτικο, στην ΕΠΟΝ.
Zωή σαν μυθιστόρημα
Το 1945 καταδικάζεται και μεταφέρεται στις φυλακές της Κοζάνης. Εκεί τον ντύνουν φαντάρο. Βγαίνει στο βουνό, εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και τον Δημοκρατικό Στρατό. Το 1949, ο Πάνος πέφτει σε ενέδρα, τραυματίζεται από μια σφαίρα στο πόδι. Σέρνεται εκατοντάδες μέτρα, πέφτει πάνω σε ένα χωροφύλακα που του κολλάει το πιστόλι στο κεφάλι. Τον πάνε στο νοσοκομείο και -χωρίς να τον ρωτήσουν- του κόβουνε το πόδι, σαν σφαχτάρι. Όταν ξύπνησε, είχε πάλι ένα πιστόλι στον κρόταφο.
Μόλις συνήλθε, τον βάζουν σ’ένα φορείο. Τον περιφέρουν στην πλατεία της Κοζάνης και τον φτύνουνε. Τον καταδικάζουν δις εις θάνατον, με μια δίκη παρωδία. Ο Πάνος, ποτέ δεν δέχτηκε ν’ αποκηρύξει το ΚΚΕ. Ζει την αγωνία του θανάτου, η εκτέλεσή του αναβάλλεται. Σε μια νύχτα, ασπρίζουν τα ατίθασα μαλλιά του. Τον Δεκέμβρη του ‘49 τον μεταφέρουν στις φυλακές της Κεφαλλονιάς, μετά Κέρκυρα, Ζακύνθος, Λευκάδα, φυλακές Ιτζεδίν, στα Χανιά. Κελιά μικρά σαν ποντικότρυπες.
Τα πρώτα τραγούδια
Ακόμα κι εκεί μέσα, έπαιζε κιθάρα. Κι ας βόγκαγε από την ενδοαρτηρίτιδα. Από τις κακουχίες, έκλειναν οι αρτηρίες του, κινδύνευε. Ο Πάνος, αγαπάει αυτό το όργανο. Πελεκάει ένα ξύλο, χαράζει τα διαστήματα, φτιάχνει τα τάστα από την καραβάνα του και τεντώνει τα έξι σύρματα, τις χορδές. Μελετάει, εξασκείται συστηματικά και όταν στη φυλακή μαθαίνει να γράφει σωστά πάνω σε χαρτιά από τσιγάρα, στίχους έγραφε για τα μελλοντικά τραγούδια του.
Το 1958 αρρωσταίνει βαριά, πονάει πολύ, είναι ανήμπορος να περπατήσει. Σέρνεται, μοιάζει ετοιμοθάνατος. Για να γλυτώσουν -μη και τους πεθάνει μεσ’ τα χέρια τους- οι ανθρωποφύλακες τον πετάνε σαν σκυλί έξω από το νοσοκομείο των κρατουμένων, σε ένα φορείο. Τον βλέπουν από απέναντι οι συντρόφισσες των φυλακών Αβέρωφ και βάζουν τις φωνές, τον σώζουνε. Μετά, ο Πάνος, με μόνη ιδιοκτησία την κιθάρα του, έζησε σε μια σπηλιά στα Τουρκοβούνια, μ’ ένα ξεροκόμματο, ένα πιάτο φαΐ. «Ήμουν λεύτερος, γιατί είχα ήλιο και φως!» έλεγε στη σύντροφό του, τη Νατάσα, χρόνια μετά.
Στη Μόσχα με τον Σοστακόβιτς
Το 1961, φτάνει στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί έστελνε το ΚΚΕ τους τραυματίες, τους βαριά άρρωστους, για θεραπεία. Μόσχα, Ροστόβ, γιατροί, νοσοκομεία, εγχειρήσεις. Νοσηλεύεται για τρία χρόνια. Η κατάστασή του βελτιώνεται. Το άλλο του πόδι -που κινδύνευε- σώζεται. Του δίνεται η ευκαιρία να σπουδάσει μουσική. Τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα στους διαδρόμους του νοσοκομείου. Στους ακροατές του, μια μέρα, προστίθεται ένας περαστικός, που ήθελε να τον γνωρίσει, ένας «συνάδελφός» του. Ο Πάνος, τον αναγνωρίζει αμέσως: Ήταν ο Dmitri Shostakovich! Μιλήσανε, τα είπανε και συνέχισαν να αλληλογραφούν τα επόμενα χρόνια.
Ο Πάνος είχε μάθει καλά τα Ρώσικα, μελετώντας μόνος του, μέσα στη φυλακή. Στη Μόσχα τα τελειοποιεί και, αργότερα, για να ζήσει, κάνει μεταφράσεις για βιβλία. Οι Ρώσοι αγαπούν πολύ την Ελλάδα. Τού φιλάνε τα πόδια: «τα πόδια αυτά πάτησαν την Ακρόπολη!» του λέει ένας, κι ας μην είχε ανέβει ποτέ εκεί. Τα φτιάχνει με μια χορεύτρια. Ο πατέρας της τον καλοβλέπει για γαμπρό.
Μίκης, Μάνος και Νέο Κύμα
Θέλει να γυρίσει στην Αθήνα. Ο Πάνος επιστρέφει από τη Σοβιετική Ένωση. «Ήθελα να πάω σπίτι μου, στην πατρίδα, εκεί όπου έδωσα το αίμα της ψυχής μου!». Ζει σ’ένα υπόγειο στην Κυψέλη, βγάζει το μεροκάματο τραγουδώντας για ένα πιάτο φαΐ στις ταβέρνες και στα καπηλειά, τα παλιά ρεμπέτικα που τόσο αγαπούσε. Ζει κι αυτός στην εποχή του Μίκη και του Μάνου. Τα τραγούδια τους συνέπαιρναν καρδιές και συνειδήσεις.
Λίγο αργότερα, φτάνει το Νέο Κύμα. Στο καφενείο των μουσικών, εκεί στην Ομόνοια, γνωρίζει τον Αντώνη Γιατράκο και αρχίζει να τραγουδάει στα «Παγωνάκια», με είκοσι δραχμές μεροκάματο. Συνεχίζει να δουλεύει σε καμπαρέ, ταβέρνες και σκυλάδικα. Γνωρίζεται με τους συνθέτες τού Νέου Κύματος και συνεργάζεται με τον Μάνο Λοϊζο και τον Χρήστο Λεοντή στην Πλάκα, όταν εκεί κτυπούσε η καρδιά της καλλιτεχνικής Αθήνας. Κρυφά σχολειά για τους νέους: Εννέα Μούσες, Κατακόμβη, Εσπερίδες...
Στις φυλακές της χούντας
Απρίλης του 1967. Μέρες μαύρες για την πατρίδα. Και πάλι κυνηγητά, συλλήψεις, καταδίκες. Το 1968, ξανά στις φυλακές Αβέρωφ και ύστερα, στον Κορυδαλλό. Στην Ασφάλεια τον λιανίζουν, κανείς δε νοιάζεται για το άρρωστο κορμί του. Στη φυλακή ζητάει άδεια για μια κιθάρα. Του την αρνούνται. Επιμένει... Το πετυχαίνει, με την προϋπόθεση να παίζει στα πλυσταριά. Μελετάει ρεμπέτικους δρόμους, το δημοτικό τραγούδι, βυζαντινή μουσική. Καταγράφει τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης. Τα μαθαίνει στη χορωδία της φυλακής, στους νέους συντρόφους, που διψούν για γνώση.
Το 1971 τον βρίσκει καταδικασμένο σε είκοσι χρόνια φυλακή. Αποφυλακίζεται λόγω «ανηκέστου βλάβης». Γνωρίζει τη μικροκαμωμένη γλυκιά Νατάσα, από τον νέο τότε συγκρατούμενο του, Κώστα Μανταίο. «Τον Πάνο τον θαύμαζα, ήταν ένας άνθρωπος αγνός. Πάντα με έλκυαν άνθρωποι με ιστορία» λέει. Το πρώτο τους φτωχικό σπιτικό -μια καρέκλα κι ένα κρεβάτι- ένα πλυσταριό στην οδό Τρυγόνος, στην Άνω Κυψέλη.
Στην άλλη όχθη
Η Νατάσα δουλεύει στον φούρνο του μπαμπά της. Του φέρνει, κάθε μέρα, ψωμί και παξιμάδια. Αφήνει την ΑΣΟΕΕ και βγαίνει μαζί του στο σανίδι. Άλλο που δεν ήθελε! Το 1973, δίνουν μια μεγάλη συναυλία στο θέατρο Μινώα, με τα τραγούδια που ο Πάνος έχει γράψει στη φυλακή. Κόσμος πολύς εκεί. Οι μισοί ασφαλίτες. Δέκα μέρες μετά ο αρχιβασανιστής Μπάμπαλης -αυτός που «έφαγε» η 17 Νοέμβρη- την καλεί στην Ασφάλεια. Δεν είχε ιδέα τι είχε να αντιμετωπίσει.
«Εσύ, μικρό κορίτσι, πως πήγες κι έμπλεξες με αυτόν, τον κομμουνιστοσυμμορίτη;» τής φωνάζει στα μούτρα. «Αφού τα ξέρατε, γιατί με καλέσατε;» τού απαντάει με το θράσος και όλη την αφέλεια της νιότης. Την αφήνουν να φύγει. Τότε μόνο κατάλαβε πού βρέθηκε, και τα πόδια της αρχίζουνε να τρέμουν. Πήγε να λιποθυμήσει.
Δυο μήνες πριν το Πολυτεχνείο, τις ημέρες της -νόθας- «φιλελευθεροποίησης» του Παπαδόπουλου, ξεκίνησαν να παίζουνε στη μπουάτ «5η Εποχή», στην Πλάκα, με Γιάννη Ζουγανέλη και Νικόλα Άσιμο. Τραγουδούσαν αντάρτικα κι άλλα τραγούδια, σε στίχους του Χιώτη ποιητή Φώτη Αγγουλέ. Οι σύντροφοι της «άλλης όχθης» -όπως τους έλεγε ο Λεωνίδας- τον αποδιώχνουν. Ο Τζαβέλλας, μετά τη διάσπαση, έχει επιλέξει συνειδητά την Ανανεωτική Αριστερά.
Εντάσσεται στο ΚΚΕ Εσωτερικού, παρά το ότι πάντοτε επιθυμούσε ένα νέο ΕΑΜ, μια ενωμένη Αριστερά. Δεν του το συγχώρεσαν ποτέ. «Στην κηδεία, δεν έστειλαν ούτε ένα λουλούδι. Κι ακόμα δεν τον έχουν αποκαταστήσει» λέει η Νατάσα.
Το «Αντάρτικο Λημέρι»
Το 1974 -ελεύθεροι πια- ο Πάνος στήνει στη Μνησικλέους το Αντάρτικο Λημέρι, με τους Ηλία Λογοθέτη και Νίκο Οικονόμου στο σχήμα. Τώρα το τραγούδι του γίνεται αγώνας, ξυπνάει συνειδήσεις, τονώνει το ηθικό του κόσμου, δίνει ελπίδα, δίνει φως. Κι ας λογόκρινε ακόμα τους στίχους η χουντική λογοκρισία. Τραγουδάμε όλοι μαζί τον «Κυρ-Παντελή», το «Ξυπνήστε», τραγούδια της Αντίστασης και της Λευτεριάς.
Αργότερα, στη «Λήδρα», με τους Γιώργο Μεράντζα, Νικόλα Μητσοβολέα και Γιώργο Ζωγράφο, τον Νίκο Λώλη, τον ρεμπέτη Μουφλουζέλη και, στην ορχήστρα, το βιολί του Μαντζόπουλου, τον Μάνο Αβαράκη στη φυσαρμόνικα, τον κιθαρίστα Θεολόγο Στρατηγό και τον πιανίστα Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλο -από τη «Λαιστρυγόνα» του Διονύση Σαββόπουλου- ο Πάνος παντρεύει το ρεμπέτικο με το αντάρτικο.
Ο κόσμος, χωρίς κομματικές διακρίσεις, γεμίζει ασφυκτικά τον χώρο. Έρχεται να τραγουδήσει, να χαρεί, να κλάψει, να χορέψει, με τα τραγούδια της Αντίστασης. Κάθε μέρα δύο παραστάσεις. Και συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, Γερμανία, Σουηδία, Βεάκειο, Λυκαβηττός. Και δίσκοι. Ο πρώτος, «ζωντανός», ηχογραφήθηκε στη μπουατ Λήδρα, με τη Χαρούλα Αλεξίου να τραγουδάει, και τον «Κυρ-Παντελή» να ξεσηκώνει! Το «Αντάρτικο Λημέρι» -ο δίσκος- υπάρχει ακόμα στα σπίτια των νέων της γενιάς μου. Ακολούθησαν εννέα ακόμα.
Στο δώμα της Πειραϊκής
Το 1987, η Νατάσα και ο Πάνος παντρεύτηκαν. Στον πολιτικό γάμο τους, έπαιξε φυσαρμόνικα ο κουμπάρος τους Λεωνίδας Κύρκος. Από την καταστροφική πυρκαγιά του 2008 στο δώμα, στην Πειραϊκή (όπου ο Πάνος κολυμπούσε χειμώνα-καλοκαίρι)κάηκαν τα πάντα: όργανα, βιβλία, παρτιτούρες, φωτογραφίες, ρούχα και η πολύτιμη αλληλογραφία του με τον Σοστακόβιτς, που τη φύλαγε «ως κόρην οφθαλμού».
Ήταν 84 ετών. Μόνος και ανήμπορος την ώρα της φωτιάς, κατάφερε και σύρθηκε ως το μπαλκόνι. Του άρεσε πολύ να κοιμάται τα βράδια εκεί. «Δεν θέλω άλλη φυλακή!» έλεγε. Σπάσανε την πόρτα και τον βρήκαν αγκαλιά με την κιθάρα. Μέχρι το τέλος -στο νοσοκομείο από καρκίνο, 27 Γενάρη του 2009- έβλεπε πως τον κυνηγούσαν οι φλόγες. Τον συνόδευσε στον τάφο του το κλαρίνο του Φιλιππίδη, με τα «Παιδιά της Σαμαρίνας»..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου