Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Παπαδοπουλος - Σπανός


ΟΙ ΚΕΡΑΥΝΟΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΑΣ ΧΤΥΠΟΥΝ

Οι κεραυνοί την πόρτα μας χτυπούν
κι εσύ μου ταξιδεύεις
Φεύγεις για κει που οι άνθρωποι ξεχνούν
στιγμή στιγμή αλαργεύεις

Ήσουνα παιδί, ουρανός,
κι όμως πας στη λησμονιά
Κι είμαι ένα κλαρί που θρηνεί στον αγέρα
Έρημο πουλί στην παγωνιά

Τα γελαστά τα μάτια σου κλειστά
κι εγώ σε νανουρίζω
Σκύβω στα χείλια σου τα σφαλιστά
με δάκρυα τα ποτίζω



ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΩ


Πώς να σε λησμονήσω
πες μου πώς να σ’ απαρνηθώ,
τα μάτια μου να κλείσω
να μπορέσω να κοιμηθώ;

Πώς να σε συντροφέψω καλέ μου
στον ουρανό που πας,
κουράγιο πού να κλέψω αητέ μου
που δε φτεροκοπάς;

Πού `ν’ τ’ άνθη να σκεπάσω
το κορμί σου τ’ ασάλευτο,
πού να βρω να σωπάσω
της καρδιάς τ’ αναφιλητό;

Ατέλειωτο ταξίδι
σαν της ρίζας βαθιά στη γη,
αχ η ζωή μου ξύδι
και αλάτι μες στην πληγή.



ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Τα χέρια που άγγιζαν αυτά τα μαλλιά
τα χέρια που φύτεψαν αυτή τη μηλιά
σα φύλλα ξερά που τα παράσυρ’ η βροχή
το χώμα αγκαλιάζουνε σπαρμένα στη γη

Τα μάτια που έδιναν στ’ αστέρια το φως
τα μάτια που έλαμπαν σαν ήλιος κρυφός
τα μάτια σου αυτά τα γελαστά είναι κλειστά
λυχνάρια που σβήστηκαν στο χιόνι μπροστά

Καινούριο φθινόπωρο κι ακόμα να βγεις
σαν άσπρο χρυσάνθεμο στη φλούδα της γης
να βγεις να μου πεις αν καρτερείς να ξαναρθώ
στα χέρια σου αγάπη μου για να ζεσταθώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου