«Κι εκεί απέναντι είναι ο ελέφαντας», είπα στην Έρρικα.
Με κοίταξε στραβά και συνοφρυωμένη. Δεν χρειαζόταν να μου πει «λες βλακείες», το έλεγε όλο της το σώμα. Δεν ταράχτηκα, θα της έδινα το χρόνο της.
Της έδειξα το μέρος που είχε αφήσει η χελώνα τα αυγά της, περπατήσαμε, κολυμπήσαμε και φάγαμε στην κοντινή ταβέρνα. Τίποτε απ' αυτά δεν εντυπωσίασε την Έρρικα όσο το παγωτό φράουλα που της έβαζε η Τζένη σε ολοστρόγγυλες μπαλίτσες από το ψυγείο.
Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η Έρρικα ήταν τότε μόλις πέντε· έξι πλέον, απόφοιτος νηπιαγωγείου cum laute.
«Και δεν σηκώνεται ποτέ;», με ρώτησε την επόμενη μέρα. Να, σκέφτηκα, αρχίζει και τον βλέπει. Την προβοσκίδα αριστερά, το κεφάλι, το σώμα ξαπλωμένο, την ουρά πίσω...
«Σηκώνεται κάποια βράδια. Όταν όλοι κοιμούνται. Και τον βλέπουν πολύ λίγοι άνθρωποι, μόνο όσοι εκείνος θέλει», της είπα.
«Και γιατί κοιμάται μέσα στη θάλασσα;»
«Είναι αρχαίος ελέφαντας, έχει ταξιδέψει πολλές φορές όλον τον κόσμο, έχει δει πολλά, έχει κάνει περισσότερα, κουράστηκε κάποια στιγμή και έψαξε να βρει ένα σπίτι για να ξεκουραστεί», της είπα. «Και το βρήκε εδώ, όπως και πολλοί από μας, που ήρθαμε μια μέρα και στην πραγματικότητα δεν ξαναφύγαμε ποτέ. Εξάλλου, στο νερό δροσίζεται».
Γέλασε δυνατά και η ομορφιά όλου του κόσμου πέρασε φευγαλέα μέσα από τα κενά των δοντιών που έλειπαν.
Την ημέρα που έφευγε, η Έρρικα ήταν πεισμωμένη.
«Σου άρεσε εδώ;» τη ρώτησα.
«Δεν θα μου λείψει καθόλου», μου απάντησε θυμωμένα. Δύο τελευταίες ολοστρόγγυλες μπαλίτσες φράουλα βοήθησαν να κοπάσει κάπως αυτός ο ανεξέλεγκτος και συνήθως απρόκλητος θυμός του 5χρονου.
Ήμουν απογοητευμένη. Είχα αποτύχει να δείξω στην Έρρικα τη μαγεία, να την μυήσω στα μυστικά του ελέφαντα. Πότε θα ξαναείχα άραγε την ευκαιρία;
Λίγο πριν μπει στο αυτοκίνητο, όμως, την είδα να γυρίζει προς τη θάλασσα, να σηκώνει το χέρι και να λέει βιαστικά «γειά σου ελέφαντα, θα τα ξαναπούμε». Μου φάνηκε και λίγο βουρκωμένη, αλλά μπορεί να ήταν αντανάκλαση του ήλιου.
Χαμογέλασα.
Έρρικα, ο ελέφαντας σηκώθηκε χτες το βράδυ, αργά, όταν όλοι είχαν πάει για ύπνο.
Κάτσαμε μαζί, πίνοντας τζιν τόνικ, όπως όλοι οι κοσμογυρισμένοι και κοσμοπολίτες άνθρωποι και ελέφαντες και απολαύσαμε για αρκετή ώρα στη σιωπή τον ουρανό, σκοτεινό και διάτρητο από. τα μυστικά του σύμπαντος.
Και στους δύο μας αρέσει ο έναστρος ουρανός, χωρίς φεγγάρι.
«Η σελήνη είναι σαν τους ινφλουένσερ στο Instagram», μου είπε ο ελέφαντας, που είναι πολύ σύγχρονος και ενημερωμένος. «Εμφανίζεται με τη δανεική της λάμψη και κρύβει από πίσω της όλη την ουσία των πραγμάτων. Μα κοίτα», είπε και σήκωσε την προβοσκίδα του προς τα πάνω. «Στ' αλήθεια δεν θα είχε καμία τύχη εκεί έξω· ένας ανθυποδορυφόρος, ενός ανθυποπλανήτη, σ' ένα ασήμαντο ηλιακό σύστημα. Κι εμείς τυφλωνόμαστε μόλις εμφανίζεται».
Κατέβασε σκεπτικός την προβοσκίδα και τη βούτηξε στο τζιν τόνικ.
Φιλοσοφήσαμε αρκετά, έως ότου έπιασε στο βάθος να χαράζει και ξύπνησε το πρώτο τζιτζίκι. Πριν φύγω, με ρώτησε για σένα. «Φέτος δεν θα μπορέσει, αλλά είμαι βέβαιη ότι θα ξανάρθει», είπα. «Κι εγώ», μου απάντησε και ξάπλωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου