Ποιος κέρδισε και ποιος έχασε στο debate των πολιτικών αρχηγών; Λίγη σημασία έχει η απάντηση, όχι μόνο λόγω υποκειμενισμού της κρίσης του καθενός, αλλά κυρίως γιατί το βασικό συμπέρασμα δεν αφορά τους πολιτικούς αρχηγούς. Στο debate o μεγάλος χαμένος είναι η δημοσιογραφία. Για λίγες ώρες δημοσιότητας που δεν είχαν ανάγκη (δεν θέλω να σκεφτώ άλλο λόγο), δημοσιογράφοι, δέχθηκαν να πάρουν μέρος σε μια διαδικασία που απαγόρευε ουσιαστικά τη δημοσιογραφία και το ρόλο της. Δεν ζήσαμε καμιά απαίτηση προς τους στους πολιτικούς αρχηγούς να δώσουν απαντήσεις , αντιθέτως εκφωνήθηκαν πάσες δημοσίως για να αναπτυχθούν παράλληλοι μονόλογοι. Χωρίς πίεση, χωρίς αντίλογο, χωρίς να αναγκαστούν να βρεθούν απέναντι στην πραγματικότητα. Η δημοσιογραφία απλώς επιβεβαίωσε ότι είναι εκεί για να κάνει χαρούλες και ερωτήσεις που δήθεν στριμώχνουν από τον τρόπο διατύπωσης.
Οι αυτοσχεδιασμοί και οι φιλότιμες προσπάθειες που έγιναν για την τιμή των όπλων και της αξιοπρέπειας (βλέπε Ράνια Τζίμα), ήταν εξ αρχής ναρκοθετημένοι.
Αν ήθελε ο Μητσοτάκης debate για να διαβάζει προκατασκευασμένες απαντήσεις, ή αν ήθελε να παριστάνει τον Λιακόπουλο (κάμερα σε μένα), επιδεικνύοντας φωτογραφίες στην κάμερα, ας έκανε μια συνέντευξη με τον Τσιόδρα ή τον Βλαστάρη απευθείας από το Μαξίμου. Δεν χρειαζόταν η δημοσιογραφία να κάνει το αναλόγιο.
Πραγματικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεχώρισε και εντός και εκτός debate. Έμοιαζε με εκείνο τον τύπο στο ανέκδοτο που δήλωνε ότι δεν τον ενδιαφέρει πόσο ακρίβυνε η βενζίνη γιατί αυτός όσο και να ακριβύνει, βάζει 20 ευρώ. Ο Μητσοτάκης ό,τι και να ρωτούσαν, «έβαζε 20 ευρώ» στο ρεζερβουάρ, είχε τις δικές του απαντήσεις. Εκτός του debate ξεχώρισε γιατί ήταν ο μοναδικός πολιτικός αρχηγός, ο οποίος βγαίνοντας από την ΕΡΤ, έκανε μια επίσης προκατασκευασμένη δήλωση φορμόλης και αποχώρησε χωρίς να απαντήσει στους δημοσιογράφους. Σε αντίθεση με τον Μητσοτάκη, όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί, απάντησαν, έδειξαν χαλαροί, έκαναν χιούμορ και εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία της κάμερας. Ο Μητσοτάκης δραπέτευσε κεκεδίζοντας.
Ας δούμε όμως μερικά αξιοσημείωτα στο debate.
Σε ερώτηση που έγινε, ο Μητσοτάκης παραδέχθηκε για πρώτη φορά ότι υπήρξαν παρακολουθήσεις του αρχηγού ΓΕΕΘΑ και υπουργών του. Παραδέχθηκε δηλαδή ότι όσα είπε στη Βουλή, (πως δεν είναι δυνατόν να παρακολουθεί τον Αρχηγό και του υπουργούς του) ήταν ψέματα. Δεν βρέθηκε ωστόσο ένας δημοσιογράφος να βρει τον τρόπο, όπως συνέβη σε άλλα θέματα, να ρωτήσει γιατί τελικώς παρακολουθούσε θεσμικά πρόσωπα.
Το ερώτημα δεν έθεσε ούτε ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης ως θύμα. Βρέθηκε δίπλα στον Μητσοτάκη, με την Ελλάδα όλη να είναι στους τηλεοπτικούς δέκτες, αλλά δεν έθεσε ρητορικά έστω το ερώτημα «γιατί μας παρακολουθούσατε κύριε Μητσοτάκη;». Προφανώς δεν ήθελε να τον εκθέσει. Αντιθέτως ο Ανδρουλάκης βρήκε την ευκαιρία να θέσει το θέμα στον Τσίπρα, ότι η κυβέρνησή του διόρισε πριν χρόνια έναν ιδιοκτήτη βουλκανιζατέρ διοικητή νοσοκομείου. Ποιο είναι το συμπέρασμα; Τον Ανδρουλάκη δεν τον ενδιαφέρει να απαντήσει ή να πληρώσει ο Μητσοτάκης αλλά να χτυπηθεί με κάθε τρόπο ο Τσίπρας.
Ο Μητσοτάκης έκανε και άλλη παραδοχή βόμβα στο debate. Ότι ο Ανδρουλάκης δεν μπήκε υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Εδώ προκύπτουν δύο θέματα. Πρώτα, πού γνωρίζει ο Μητσοτάκης γιατί μπήκε υπό παρακολούθηση ο Ανδρουλάκης από τη στιγμή που δήλωνε ότι δεν γνωρίζει και δεν πρέπει να γνωρίζει ως πρωθυπουργός τα περί παρακολουθήσεων; Δεύτερο, με τη δήλωσή του αυτή κάνει την παραδοχή ότι υπήρξαν άλλοι, μη εθνικοί λόγοι, δηλαδή ένα παρακρατικό σύστημα.
Αλλά για τα θέματα που προέκυψαν δεν υπήρξε δημοσιογραφική παρέμβαση και απορία με ή χωρίς προφάσεις. Διότι άμα θέλει να ρωτήσει ο δημοσιογράφος, βρίσκει τρόπο να ρωτήσει.
Η ίδια αυστηρή διαδικασία υπήρχε και για τις τοποθετήσεις των αρχηγών, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας βρήκε τον τρόπο να απαιτήσει αυτό που δικαίως έπρεπε δηλώνοντας:
«Επιτρέψτε μου ένα σχόλιο. Αισθάνομαι λίγο αμήχανα να κάθομαι ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του μεγαλύτερου σκανδάλου της μεταπολίτευσης, στον κύριο Μητσοτάκη που παρακολουθούσε τον κύριο Ανδρουλάκη. Και ερωτάται ο πρωθυπουργός σήμερα και λέει ότι οι εξηγήσεις που έδωσα δεν ήταν επαρκείς. Ας δώσει σήμερα κάποιες εξηγήσεις. Υπήρξε εθνικός λόγος που παρακολουθούνταν ο κύριος Ανδρουλάκης; Ποιος ήταν αυτός; Πώς εγώ θα συνεργαστώ μαζί του αύριο αν είναι πράγματι κατάσκοπος, εθνικά επικίνδυνος; Για ποιο λόγο παρακολουθούνταν ο αρχηγός του στρατεύματος; Αδιανόητα πράγματα τη στιγμή που το Ευρωκοινοβούλιο λέει ότι ενορχηστρωτής ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός».
Υπήρξε μια ακόμη ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική στιγμή. Όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης είπε ότι κάποιοι πρέπει να πάνε φυλακή για τις υποκλοπές. Λίγο αργότερα το διασκέδασε και το στρογγύλεψε λέγοντας ότι σε κάθε δημοκρατικό κράτος κάποιοι θα πλήρωναν. Και πάλι η δημοσιογραφία αποδείχθηκε απούσα για να θέσει το ερώτημα της κοινής γνώμης «δηλαδή ποιοι πρέπει να πάνε φυλακή; Ο πρωθυπουργός;»
Το debate ήταν η εκλεπτυσμένη έκφραση της δημοσιογραφίας που πάει με 107 στην ενημέρωση αλλά με όπισθεν. Δεν θέλησε απαντήσεις, κυρίως από τον απολογούμενο Μητσοτάκη, αλλά όλα κι όλα, ήταν εντός πλαισίων, ευγενική και τήρησε τους κανόνες που συμφωνήθηκαν για το debate. Δεν τήρησε βέβαια της δημοσιογραφίας, αλλά μην το κάνουμε θέμα.
Μεγάλος κερδισμένος είναι ο Αλέξης Τσίπρας, όχι μόνο για την άνεση και τις απαντήσεις του, αλλά γιατί έδειξε πρακτικά τους λόγους για τους οποίους ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν θέλει και δεν μπορεί να πάει σε debate μαζί του. Ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιμείνει επικοινωνιακά λέγοντας, «όλοι καταλάβαμε γιατί ο Μητσοτάκης δεν πάει σε debate».
O Κυριάκος Βελόπουλος από την πλευρά του επέδειξε την άνεση τηλεπωλητή και την ικανότητα να αντιστρέφει τα ερωτήματα που του έκαναν. Ο Γιάνης Βαρουφάκης εμφανίστηκε αμήχανος αρκετές φορές ίσως λόγω του είδους των ερωτήσεων που δεν περίμενε, αλλά είχε τον τρόπο του να δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση που τον εμπεριείχε πάντα ως πρωταγωνιστή της ιστορίας που εξέθετε. Ο Ανδρουλάκης είπε όσα είχε προετοιμάσει να πει, με βασικό άγχος να χρεώσει τον Τσίπρα και δεν απέφυγε την ανόητη, μικρομέγαλη πρακτική, να εμφανίσει τον εαυτό του στο μέγεθος της σκιάς του, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο σα να ήταν υποψήφιος πρωθυπουργός στ’ αλήθεια.
Ο Δημήτρης Κουτσούμπας επέμεινε στο γνωστό «αλλά τέτοιοι είστε».
Όσο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σε γενικές γραμμές έλεγε καλά λόγια για τον εαυτό του σαν να μίλαγε σε μνημόσυνο. Το δικό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου