Το απόσπασµα που παραθέτω είναι από άρθρο του δηµοσιογράφου Μανόλη Καψή και αφορά τη δίωξή µου. «Η αλήθεια είναι βέβαια, ότι η κλήση σε απολογία µε την ιδιότητα του κατηγορουµένου –και µάλιστα για κακουργήµατα– ενός δηµοσιογράφου, για το περιεχόµενο της εργασίας του και τις δηµοσιεύσεις του, δεν είναι µια απλή ιστορία από το δικαστικό ρεπορτάζ. Οφείλουµε να είµαστε επιφυλακτικοί. Αλλά είναι επίσης αλήθεια –υποθέτω δεν διαφωνεί κανείς– ότι και οι δηµοσιογράφοι οφείλουν να σέβονται τους νόµους. Η ιδιότητα του δηµοσιογράφου, έστω και ερευνητή, βραβευµένου δηµοσιογράφου, δεν σε καθιστά απαραίτητα και a priori αθώο. Η ∆ικαιοσύνη θα κρίνει».
Για τον γιο ενός ιστορικού δηµοσιογράφου, του Γιάννη Καψή (και το αναφέρω γιατί η σχέση αυτή τον βαραίνει και δεν τον απαλλάσσει όπως άλλες ιδιότητες), το να διώκεται ο δηµοσιογράφος για το περιεχόµενο της εργασίας του δεν είναι απλή υπόθεση, αλλά επιµένει ότι είναι επιτρεπτή. Η δε δηµοσιογραφική µου ικανότητα στην έρευνα και οι βραβεύσεις µου, στοιχεία αποδεδειγµένης εγκυρότητας δηλαδή που ευτυχώς δεν τολµά να αµφισβητήσει, δεν µε καθιστούν a priori αθώο. Είχα την εντύπωση ότι κάθε πολίτης είναι αθώος µέχρι αποδείξεως του αντιθέτου και αν ένας δηµοσιογράφος αµφισβητήσει αυτή την αθωότητα, πρέπει να το κάνει µε στοιχεία. Ο Μανόλης Καψής αναποδογυρίζει τους κανόνες δικαίου και της δηµοσιογραφίας και κάθεται δήθεν στη µέση των πραγµάτων για να σπείρει µια αµφιβολία που σκοπό έχει να δικαιολογήσει τη δίωξη. ∆εν τολµά να πει «διώξτε τον», αλλά λέει «γιατί να µη διωχθεί;». Γιατί όχι; A priori κιόλας, Μανόλη µου. ∆εν θα συνεχίσω τον σχολιασµό, αλλά έχω δικαίωµα ως παλιός συνεργάτης του πατρός Καψή να αναφωνήσω «α ρε µπαρµπα-Γιάννη, τι έκανες;».
Το δεύτερο κείµενο είναι tweet που έκανε ο Νίκος Χατζηνικολάου όταν παρέθεσα άρθρο στο οποίο έγγραφα τι θα ρωτούσα εγώ τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε συνέντευξη αν ο Νίκος Χατζηνικολάου ήταν αυτός κατηγορούµενος στη θέση µου:
«Αν ήµουν κατηγορούµενος δεν θα ρωτούσες τίποτε. Θα ήσουν µάρτυρας κατηγορίας. Ο φανατισµός σου δυστυχώς δεν θα σου επέτρεπε καµµία άλλη στάση. Αντίθετα εγώ ρώτησα. Και γράφω στη Realnews την Κυριακή. Και βέβαια εύχοµαι ολόψυχα να αποδειχθεί ότι είσαι αθώος. Το ελπίζω και το εύχοµαι».
Θα παρακάµψω τη δίκη προθέσεων που επιχειρεί ο Χατζηνικολάου όταν λέει τι ΘΑ ρωτούσα εγώ, που αποτελούν πιθανόν αυτό που στην ψυχολογία αποκαλείται προβολή (λέω τι θα κάνεις µε βάση τι θα έκανα εγώ) και πάω στην ουσία. Ο Νίκος Χατζηνικολάου µου εύχεται ολόψυχα να αποδειχθώ αθώος. Ενας δηµοσιογράφος διώκεται µε κατηγορίες για τη δουλειά του, γιατί δηλαδή είχε πληροφορίες τις οποίες έγραψε ως όφειλε, αλλά ο Χατζηνικολάου δεν διαµαρτύρεται γι’ αυτό. ∆εν έχει ούτε λόγο ούτε θέση ούτε φαντάζοµαι συµµερίζεται (ίσως κρίνει από τον εαυτό του και το ανεµπόδιστο της δηµοσιογραφίας που ασκεί) ότι υπάρχει πρόβληµα µε την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα. Επί τέσσερα δε χρόνια που εξελίσσεται η έρευνα για το σκάνδαλο της Novartis ο Χατζηνικολάου έχει καταλήξει προφανώς ότι είναι σκευωρία. Ετσι εξηγείται γιατί δεν ρώτησε ποτέ τον συχνά φιλοξενούµενο στην εκποµπή του Αδωνη Γεωργιάδη «πώς γίνεται να λένε τα εσωτερικά έγγραφα της Novartis ότι η εταιρεία έχει κανονίσει να µπουν δέκα νέα φάρµακα σε κυκλοφορία παρά τις απαγορεύσεις της τρόικας (το λεγόµενο Harvard Project) επειδή έχει πρόσβαση στην κυβέρνηση και εσύ ως υπουργός να τα βάζεις;». Μετά, αν ήθελε, µπορούσε να ρωτήσει και για το αγαπηµένο φαΐ, αλλά πρωτίστως όφειλε να ρωτήσει αυτά που προέκυπταν απ’ τα έγγραφα. Και ποιο είναι το αποτέλεσµα; Ο Νίκος Χατζηνικολάου συντάσσεται µε αυτούς που στέλνουν κατηγορούµενους τους συναδέλφους του, που ρώτησαν όσα δεν ρώτησε ο ίδιος και αποκάλυψαν όσα δεν αποκάλυψε. Με τη λογική όµως του κατηγορητηρίου µου, ο Νίκος Χατζηνικολάου έπρεπε να είναι φυλακή, γιατί είναι αυτός που, όπως καυχάται (και έχει δίκιο), δηµοσίευσε µεγάλο µέρος του σκανδάλου Ακη Τσοχατζόπουλου, µε δικόγραφα, µαρτυρίες και αποκλειστικές πληροφορίες. Τις έδινε µήπως η εισαγγελέας η οποία αποτελεί εγκληµατική οργάνωση µε τον Χατζηνικολάου και τους δηµοσιογράφους; Ως Μανόλης Καψής αλλά προς το πιο έξυπνο, ο Χατζηνικολάου παίζει τον ίδιο ρόλο των προσχηµατικών αποστάσεων που ποινικοποιούν τη δηµοσιογραφία. Ισως γιατί γνωρίζει ότι αυτός δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο.
Το τρίτο κείµενο είναι η τοποθέτηση του Πολ Μέισον, ενός από τους πιο έγκυρους και µαχητικούς δηµοσιογράφους της εποχής µας (BBC, Channel 4, «Guardian», «Le Monde» κ.λπ.):
«Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να καταστήσει κυριολεκτικά εγκληµατία έναν βετεράνο και παγκοσµίως σεβαστό δηµοσιογράφο τη φέρνει πιο κοντά στα δεδοµένα της διακυβέρνησης µιας µπανανίας».
Τι είναι αυτό που κάνει ένα µεγάλο δηµοσιογράφο όπως ο Πολ, από χιλιάδες µίλια µακριά, καθώς και δεκάδες οργανώσεις Τύπου απ’ όλο τον κόσµο να παίρνουν καθαρή θέση, χωρίς αστερίσκους και πονηρές ευχές, γι’ αυτό που µου συµβαίνει; Γι’ αυτό που συµβαίνει στη δηµοσιογραφία στην Ελλάδα; Τι είναι αυτό που κάνει τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, το IPI, το INDEX, την Ευρωπαϊκή Οµοσπονδία ∆ηµοσιογράφων να επικρίνουν χωρίς δισταγµό την κυβέρνηση Μητσοτάκη και να ζητούν άρση των διώξεων αλλά δεν µπορούν να δουν οι γνωστοί Ελληνες δηµοσιογράφοι; Τι βλέπουν αυτοί που δεν βλέπουν οι ντόπιοι; Και κυρίως γιατί δεν το βλέπουν;
Ολοι αυτοί τέλος πάντων, που «εύχονται» για την «αθωότητά µου» και ενώ δουλειά τους είναι να ξέρουν δεν θέλουν να ξέρουν, γιατί έκοψαν από παντού τις δηλώσεις µου έξω από τον Αρειο Πάγο; Γιατί δεν έδωσαν βήµα και λόγο στον κατηγορούµενο να πει την άποψή του;
Τα τελευταία δέκα χρόνια ζω για δεύτερη φορά το ίδιο σκηνικό. Μαζί µε τη δηµοσιογραφική οµάδα αποκαλύπτω µεγάλα σκάνδαλα (το 2012 ήταν η λίστα Λαγκάρντ) και βρίσκοµαι µέσα σε µια δίνη διωκόµενος και διασυρόµενος, µε τα συστηµικά Μέσα να µε δείχνουν ως εγκληµατία. Η πραγµατικότητα ξαφνικά αντιστρέφεται και πρέπει να αποδείξω ότι δεν είµαι ελέφαντας, ενώ γύρω µου προσπαθούν να κάνουν τον κόσµο να αναρωτιέται «και γιατί να είναι αθώος;» αντί να ρωτάνε οι ίδιοι γιατί είµαι ένοχος.
∆εν αµφιβάλλω ότι σε όλες αυτές τις υποθέσεις υπάρχουν προσωπικά στοιχεία και µικροψυχία και ζήλια και αυτό που έλεγε ο Καµύ, ότι «µια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυµία να δεις να υποκύπτει αυτός που τολµάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει». Η ουσία όµως βρίσκεται στο πόσο ενταγµένοι είναι το δηµοσιογραφικό σύστηµα και οι άνθρωποί του στο σύστηµα εξουσίας. ∆εν εννοώ στις πολιτικές πεποιθήσεις (αλίµονο αν δεν είχαµε τέτοιες), αλλά στο σύστηµα στου οποίου την κορυφή οι δηµοσιογράφοι έχουν τον ρόλο συνεξουσιαστή µε προσωπικά ανταλλάγµατα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου