ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΥΟ
ΦΙΛΟΙ
Ήταν κάποτε δυο
φίλοι
σαν αρχάγγελοι κι οι δυο
κι απ’ των κοριτσιών τα χείλη
εθερίζαν τον ανθό.
Τέτοια λεβεντιά δεν ξανάδαν πια,
με τα όνειρά τους υψώναν κάστρα
σε δώδεκα χωριά.
Κι όταν άνοιξ’ η πατρίδα
τις σημαίες της πλατιά
και οι δυο για την ελπίδα
σκοτωθήκαν στα βουνά.
Μα κάθε βραδιά όρθιοι στην πλαγιά
με το θάνατό τους υψώνουν κάστρα
αρχάγγελοι ξανά.
σαν αρχάγγελοι κι οι δυο
κι απ’ των κοριτσιών τα χείλη
εθερίζαν τον ανθό.
Τέτοια λεβεντιά δεν ξανάδαν πια,
με τα όνειρά τους υψώναν κάστρα
σε δώδεκα χωριά.
Κι όταν άνοιξ’ η πατρίδα
τις σημαίες της πλατιά
και οι δυο για την ελπίδα
σκοτωθήκαν στα βουνά.
Μα κάθε βραδιά όρθιοι στην πλαγιά
με το θάνατό τους υψώνουν κάστρα
αρχάγγελοι ξανά.
Ο ΗΛΙΟς ΗΣΟΥΝ ΚΙ
Η ΑΥΓΗ
Ο ήλιος ήσουν κι
η αυγή,
της νύχτας μου φεγγάρι,
της μάνας μου ήσουν η ευχή,
της Παναγιάς η χάρη
Έφυγες και κλαίει ο άνεμος, το κύμα,
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά,
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα,
της νύχτας μου φεγγάρι,
της μάνας μου ήσουν η ευχή,
της Παναγιάς η χάρη
Έφυγες και κλαίει ο άνεμος, το κύμα,
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά,
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα,
κλαίει κι η Παναγιά
Στον πυρετό ήσουνα δροσιά,
κερί μες στο σκοτάδι,
άστρο στην κοσμοχαλασιά,
βασιλικός στον Άδη
Στον πυρετό ήσουνα δροσιά,
κερί μες στο σκοτάδι,
άστρο στην κοσμοχαλασιά,
βασιλικός στον Άδη
ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ
ΒΡΟΧΗΣ
Μοιρολόι της
βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός,
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς,
πάψε να πονάς,
η ζωή γοργά περνά,
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλληκάρι χλωμό
σ’ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π’ αντηχεί,
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός,
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς,
πάψε να πονάς,
η ζωή γοργά περνά,
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλληκάρι χλωμό
σ’ ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π’ αντηχεί,
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου