ΗΤΑΝΕ ΟΧΤΩ-ΕΝΝΙΑ
Ήτανε οχτώ εννιά, φτιάχναν δυο ομάδες
και τις Κυριακάδες παίζαν στο στενό
Βούιζε η γειτονιά απ’ το φωνοκόπι
και τις Κυριακάδες παίζαν στο στενό
Βούιζε η γειτονιά απ’ το φωνοκόπι
πηδαγε το τόπι ως τον ουρανό
Μείναν ύστερα δυο τρεις ,σμίγανε ανάρια,
τα πικρά τα βράδια της μουντής βροχής
Το διαλάγανε νωρίς με τα μάτια κάτου,
με τα βάσανά του μίλαγε ο καθείς
Ήτανε οχτώ εννιά κι ένας έχει μείνει,
λιώνει στο καμίνι της μικρής ζωής
Μα στην ίδια γειτονιά πάλι φωνοκόπι
πίσω απ’ το τόπι της χρυσής ζωής
Μείναν ύστερα δυο τρεις ,σμίγανε ανάρια,
τα πικρά τα βράδια της μουντής βροχής
Το διαλάγανε νωρίς με τα μάτια κάτου,
με τα βάσανά του μίλαγε ο καθείς
Ήτανε οχτώ εννιά κι ένας έχει μείνει,
λιώνει στο καμίνι της μικρής ζωής
Μα στην ίδια γειτονιά πάλι φωνοκόπι
πίσω απ’ το τόπι της χρυσής ζωής
Σ`ΑΓΑΠΩ Σ`ΑΓΑΠΩ
Βάλε τα’ άσπρα σου
γίνε κρίνο και βγες από τη γλάστρα σου
κι έλα πλάι μου
να γιορτάσω κι εγώ Απριλομάη μου
Φόρα και μια χάντρα θαλασσιά
να μη σε ματιάζουν τα νησιά
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
Πού με βάζεις;
Σ’ ένα πύργο ψηλό να διατάζεις
Κι άμα πέσω από κει βασιλιά μου;
Θα βρεθείς μέσα στην αγκαλιά μου
Γίνε μέλισσα
να σου στήνουν χορό τα μελισσόπουλα
Γίνε θάλασσα
να σου λένε τραγούδια τα ναυτόπουλα
γίνε κρίνο και βγες από τη γλάστρα σου
κι έλα πλάι μου
να γιορτάσω κι εγώ Απριλομάη μου
Φόρα και μια χάντρα θαλασσιά
να μη σε ματιάζουν τα νησιά
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
Πού με βάζεις;
Σ’ ένα πύργο ψηλό να διατάζεις
Κι άμα πέσω από κει βασιλιά μου;
Θα βρεθείς μέσα στην αγκαλιά μου
Γίνε μέλισσα
να σου στήνουν χορό τα μελισσόπουλα
Γίνε θάλασσα
να σου λένε τραγούδια τα ναυτόπουλα
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΟΛΟΙ
Το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού
στάθηκε στην ώρα του αποχωρισμού.
Είχε βασιλέψει και με φίλαγες,
κοίταζες τα τρένα και δε μίλαγες.
Χάθηκες μέσα στ’ απόβραδο
μέσα στη μπόρα, τον καπνό
και τη νυχτιά.
Κι έγινε το Σαββατόβραδο
ένα λουλούδι πεταμένο στη φωτιά.
Στο παλιό μας σπίτι κάθε δειλινό
βγαίνω στο κατώφλι και σε καρτερώ
Και περνούν τα τρένα και σφυρίζουνε,
μα τα χελιδόνια δε γυρίζουνε.
στάθηκε στην ώρα του αποχωρισμού.
Είχε βασιλέψει και με φίλαγες,
κοίταζες τα τρένα και δε μίλαγες.
Χάθηκες μέσα στ’ απόβραδο
μέσα στη μπόρα, τον καπνό
και τη νυχτιά.
Κι έγινε το Σαββατόβραδο
ένα λουλούδι πεταμένο στη φωτιά.
Στο παλιό μας σπίτι κάθε δειλινό
βγαίνω στο κατώφλι και σε καρτερώ
Και περνούν τα τρένα και σφυρίζουνε,
μα τα χελιδόνια δε γυρίζουνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου