Μέχρι πρότινος ήταν πολύ της μόδας να χρησιμοποιούν τα κόμματα τη λέξη «λαϊκισμός» όταν δεν μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις στα αιτήματα των πολιτών και όταν δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις εξελίξεις και τις νέες τάσεις του εκλογικού σώματος.
Μετά την απόφαση του δικαστηρίου για το Μάτι και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, τις οποίες φαίνεται ότι συμμερίστηκε έντρομη η κυβέρνηση που προανήγγειλε απαραδέκτως την άσκηση έφεσης από τον Άρειο Πάγο, η λέξη «λαϊκισμός» άρχισε να γίνεται της μόδας, εκτός από τον χώρο της πολιτικής, της διανόησης και της δημοσιογραφίας, και στον χώρο της Δικαιοσύνης.
Μετά τον «απολίτικο λαϊκισμό», νέα έννοια, υποτίθεται προχωρημένη, ο οποίος αποδόθηκε από το Μαξίμου στον νέο αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα υποδεχόμαστε μία ακόμα νεότερη έννοια, τον «μηδενιστικό λαϊκισμό». Την έννοια που συναντήσαμε σε ανακοινώσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Για να είμαστε δίκαιοι, η πρώτη που εισήγαγε στο λεξιλόγιο των δικαστών αυτή την έννοια ήταν η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο Φόρουμ των Δελφών, η οποία, απαντώντας σε επικρίσεις για τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά της, επιτέθηκε στην κοινωνία ότι «διολισθαίνει στον λαϊκισμό παρασυρόμενη από τα ανεξέλεγκτα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από μάζες που υπηρετούν σκοπιμότητες», ενώ υποστήριξε ότι «ο λαϊκισμός είναι το προστάδιο του αυταρχισμού».
Όλα αυτά καλά, αλλά θυμίζουν τη φράση ενός γνωστού διανοουμένου, ο οποίος με σκωπτικό τρόπο κάποια στιγμή αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι «ο λαϊκισμός δίνει τις λάθος απαντήσεις αλλά θέτει σχεδόν πάντοτε τα σωστά ερωτήματα».
Σε αυτό το σημείο ίσως βρισκόμαστε σήμερα.
Και όσοι ρίχνουμε ανάθεμα στον λαϊκισμό και αρνούμαστε να παρατηρήσουμε τι τον γεννά θα έπρεπε να μελετήσουμε καλύτερα έναν πολύ ενδιαφέροντα πίνακα της τελευταίας μέτρησης της εταιρίας δημοσκοπήσεων Kapa Research, η οποία ακόμα μια φορά μετρά την εμπιστοσύνη και την αποδοχή των Eλλήνων σε συγκεκριμένους θεσμούς.
Θα ήθελα να ζητήσω από όλους τους δικαστές, από όλους τους πολιτικούς, από όλους τους εκκλησιαστικούς μας ηγέτες και από όλους εμάς τους δημοσιογράφους να δούμε σε ποια θέση μάς κατατάσσουν οι Έλληνες σήμερα και σε ποια θέση μάς κατέτασσαν πριν από 10 χρόνια!
Θα διαπιστώσουμε όλοι έντρομοι ότι ο βαθμός εμπιστοσύνης για τη Δικαιοσύνη, την Εκκλησία, την πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Υπάρχει κατρακύλα. Και η κατρακύλα αυτή δεν μπορεί να απαντηθεί με τσιτάτα περί λαϊκισμού. Περίπου δηλαδή είναι κατηγορούμενοι οι πολίτες που έχασαν την εμπιστοσύνη τους στους δημοσιογράφους, στους δικαστές και τους πολιτικούς.
Κάτι πρέπει να φταίει για να αδειάζει η κερκίδα και να αρνούνται να μας παρακολουθήσουν. Πώς γέμιζε η κερκίδα στο παρελθόν και μας εμπιστεύονταν και τώρα αδειάζει; Θα το εξηγήσουν αυτό οι υπουργοί και οι βουλευτές μας; Θα το εξηγήσουν οι δικαστές και οι εισαγγελείς μας; Θα το εξηγήσουμε εμείς οι δημοσιογράφοι στους εαυτούς μας; Έχουμε το κουράγιο να κάνουμε όλοι μαζί αυτή τη δύσκολη συζήτηση;
Το να κατηγορείς τους πολίτες είναι πάρα πολύ εύκολη υπόθεση, αλλά δεν σου λύνει το πρόβλημα. Σταδιακά δημιουργείται στην ελληνική κοινωνία ένα κενό εμπιστοσύνης και ένα κενό εξουσίας. Το οποίο βεβαίως δεν δημιουργήθηκε από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά οικοδομήθηκε πάνω σε συγκεκριμένες πράξεις πασών των εξουσιών μέσα στον χρόνο. Τα βουνά δεν σχηματίζονται από τη μία μέρα στην άλλη ούτε γκρεμίζονται από τη μία μέρα στην άλλη.
Αντί λοιπόν να κουνάμε το δάχτυλο στον κόσμο και να τον κατηγορούμε για μηδενιστή και να λέμε βαρύγδουπες θεωρίες για τη μεταπολιτική χωρίς να εξηγούμε σε τι φταίει η πολιτική, καλό είναι να σκύψουμε, παρά τα προβλήματα, για να δούμε τι έχουμε κάνει εμείς λάθος.
Διότι όσο δεν το κάνουμε εμείς τόσο θα ξεμακραίνει ο κόσμος από την στεριά. Και θα ανοίγει τα πανιά του για άλλα λιμάνια. Που εμείς θα τα ονομάσουμε μέσα στην αδυναμία μας και την αλαζονεία μας λαϊκιστικά. Τον κακό μας τον καιρό.
Υστερόγραφο: Για την ακρίβεια, να θυμίσουμε ότι ο Ποινικός Κώδικας που εφάρμοσαν οι δικαστές για να εκδώσουν την απόφαση για το Μάτι ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2019 από τον ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι, ενώ η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ δεν τον καταψήφισαν αλλά απείχαν γιατί με τις διατάξεις του τακτοποιούνταν αιτήματα της διαπλοκής. Η μισή ηγεσία της Siemens αθωώθηκε με τον νέο Ποινικό Κώδικα από την ψήφιση του οποίου η Νέα Δημοκρατία του κυρίου Μητσοτάκη… απείχε.
Όσο κι αν ψάξουμε στα πρακτικά εκείνης της Βουλής, όσο κι αν ψάξουμε στον Τύπο της εποχής, δεν θα βρούμε ούτε βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας να προειδοποιεί ότι με τις νέες διατάξεις οι ένοχοι για το Μάτι θα πέσουν στα μαλακά, αλλά ούτε και ανακοινώσεις των ενώσεων δικαστών και εισαγγελέων που να προειδοποιούν για τις επιπτώσεις του νομοθετήματος στο έργο των δικαστικών λειτουργών κατά την έκδοση των αποφάσεων.
Κανείς δεν μίλησε όταν συντελέστηκε το νομοθετικό έγκλημα. Όταν έχουν συμβεί όλα αυτά λοιπόν, αλλού να ψάξει κανείς για τον μηδενισμό κι αλλού για τον λαϊκισμό. Όχι στους πολίτες, πάντως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου