Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

καθηγητης Νικηφορος Αγγελοπουλος- Ναρκωτικα και αυταπατες

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: ΟΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΕΛΟΣ.
Ο πόλεμος χάθηκε ήδη απο το 1839. Και οι δύο κλάδοι των δυνάμεων περιορισμού της διάδοσης και χρήσης ναρκωτικών ουσιών ηττήθηκαν ολοκληρωτικά. Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης οδήγησαν τις πολιτικές αστυνομικής καταστολής στα κράτη που εφαρμόσθηκαν σε φιάσκο. Οι υποστηρικτές της απελευθέρωσης οδήγησαν τις πολιτικές νομιμοποίησης και ελεύθερης διάδοσης σε ιλαροτραγωδία! Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα ναρκωτικά τώρα είναι πλέον στην πράξη απολύτως ελεύθερα.. Οι ναρκοκουλτούρες θριάμβευσαν πλήρως.
Από την αρχή του αυτός ο πόλεμος ήταν στη ρίζα του καθαρά οικονομικός. Η οικονομική σημασία του εμπορίου ναρκωτικών φάνηκε για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα, όταν η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών με συνδυασμό πολιτικής, διπλωματίας και στρατιωτικής βίας στους δύο γνωστούς «πολέμους του οπίου» κατέστρεψε την Κίνα ως κράτος, δημιούργησε με κατάλληλα τεχνάσματα 120 εκατομμύρια οπιομανείς και με εξαγωγές οπίου του μεγέθους των 16.000 τόνων ετησίως έσωσε τη Βρετανική Αυτοκρατορία από οικονομική καταστροφή, λόγω του ανταγωνισμού που αντιμετώπιζε στα βαμβακερά υφάσματα, από άλλες αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις. Το 1891 η Ελλάδα απαγόρευσε τη χρήση χασίς. Επειδή η αχανής αγορά της Αιγύπτου έκανε εισαγωγή χασίς από την Ελλάδα, η Αγγλία την εξανάγκασε να λάβει αυτό το μέτρο για να μην έχει ανταγωνιστές στο δικό της εμπόριο κάνναβης από τις Ινδίες. Η Αγγλία είχε καταλάβει…!! Αργότερα και σταδιακά κατάλαβαν και οι υπόλοιποι ότι τα ναρκωτικά αποφέρουν τεράστια κέρδη. Σήμερα, ο ετήσιος παγκόσμιος τζίρος του εμπορίου ναρκωτικών αποτιμάται σε 400–500 δις δολάρια και αναλογεί στο 10% των διεθνών συναλλαγών. Κάτι λιγότερο από το εμπόριο πετρελαίου.
Ένα δίκτυο απλωμένο στον πλανήτη παράγει, διακινεί, διαφημίζει, εξασφαλίζει τη διακίνηση και χρήση, καλύπτει νομικώς τους διακινητές και ανακυκλώνει το εμπόρευμα που κατάσχεται. Σε αυτό το δίκτυο περιλαμβάνονται κράτη και κυβερνήσεις (ορισμένες χώρες είναι οι ίδιες παραγωγοί και έμποροι ναρκωτικών, όπως η Βιρμανία, η Τουρκία το Λάος, το Αφγανιστάν). Τα εργαστήρια επεξεργασίας των οπιοειδών που παράγονται στην Τουρκία βρίσκονται στη Γαλλία! Ακόμη περιλαμβάνονται οι μεγάλες μαφίες (ιταλική, ρωσική, ιαπωνική γιακούζα, κινεζικές τριάδες, κολομβιανό καρτέλ) εμπορικές επιχειρήσεις και εφοπλιστικές εταιρείες, υπουργοί, βουλευτές, δικαστές, δικηγόροι, αστυνομικά όργανα, διαφημιστικές εταιρείες, κινηματογραφικές εταιρείες, σχεδιαστές μόδας, τραγουδιστές, ηθοποιοί, μικροέμποροι και βαποράκια. Ο κάθε ένας στο πόστο του και με την αμοιβή του. Αυτή η Μυστική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία παγκόσμια οικονομική και πολιτική δύναμη, έχει περισσότερη ισχύ, γόητρο και πλούτο από πολλά κράτη. Διαθέτει εκπαιδευμένο στρατό, ικανούς πράκτορες αντικατασκοπίας και πιο σημαντικές διπλωματικές υπηρεσίες από πολλές χώρες, με επιρροές στους νομικούς κύκλους, στην αστυνομία, στα συστήματα διανομής μαζικής πληροφόρησης και κουλτούρας, στην οικονομία και στους πολιτικούς θεσμούς. Αυτές οι Παγκόσμιες δυνάμεις-φαντάσματα έχουν πλήρως εγκαθιδρυθεί καθορίζοντας ανενδοίαστα τα σύνορα της επικράτειάς τους. Η φανερή ή λιγότερο φανερή συμμετοχή τους στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, αλλά και η διαπλοκή τους με άλλα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα, φαρμακευτικές και πολυεθνικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων μαίνεται ένας αδυσώπητος οικονομικός πόλεμος, είναι πλέον φαινόμενο με καθολική εξάπλωση που επιδρά καταλυτικά στις ανθρώπινες ιδέες και συμπεριφορές. Η σχέση ναρκωτικών και πολιτικής τρομοκρατίας σε ορισμένες χώρες είναι αναντίρρητη, ενώ σε άλλες συμπεραίνεται από την ανάλυση των γεγονότων. Κυβερνήσεις παραμένουν στην εξουσία ή ανατρέπονται ανάλογα με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους βαρόνους ναρκωτικών, ενώ κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα ναρκωτικά ως εργαλείο διαμόρφωσης της εξωτερικής τους πολιτικής.
Η κυρίαρχη ιδεολογία της απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάθε φυσική, ηθική ή εθιμοτυπική εξάρτηση και μαζί η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς μέσα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν οδήγησαν μόνο στην ανατροπή θεσμικών δεδομένων που λειτουργούσαν ως αναχώματα, όπως η οικογένεια και οι κοινωνικές αξίες, αλλά διαμόρφωσαν νέες αξίες σε ένα κλίμα επιτρεπτικότητας, αποενοχοποίησης της κάθε επιθυμίας και υπερβολικής ανοχής της οποιασδήποτε ετερότητας, που διευκόλυνε την ελεύθερη διακίνηση ακραίων ιδεών και συμπεριφορών, μεταξύ των οποίων και η χρήση ψυχοδραστικών, ουσιών.
Ορισμένοι κοινωνικοί αμφισβητίες, θεωρώντας πως ό,τι είναι παράνομο είναι και επαναστατικό, μετέτρεψαν τα ναρκωτικά σε σημαία κοινωνικής εξέγερσης. Ωστόσο η επαναστατικότητα κατά του κοινωνικού κατεστημένου που συχνά προβάλλουν οι τοξικομανείς δεν έχει κανένα αντίκρισμα, διότι οι ίδιοι ως παράγοντες κοινωνικής αλλαγής είναι απολύτως ανεπαρκείς και τελείως εκμηδενισμένοι. Στις περισσότερες χώρες, η ραγδαία αύξηση της χρήσης ουσιών άρχισε κατά τη δεκαετία του ’60 και συνδέθηκε με τα κινήματα της αντικουλτούρας, του πασιφισμού και του χιππισμού στα αμερικανικά πανεπιστήμια (πρώτα ορισμένοι καθηγητές και κατόπιν φοιτητές) και μέσα από μια έξοχα οργανωμένη καλλιέργεια των μηχανισμών μίμησης απλώθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η διάδοση των ναρκωτικών στις αμερικανικές και στις ευρωπαϊκές νεολαίες ήταν μεθοδευμένη, ώστε, σε συνδυασμό με τη μεγάλη σεξουαλική επιτρεπτικότητα και τον πασιφισμό, να αναχαιτιστεί ένα πολύ ισχυρό κίνημα πολιτικής διαμαρτυρίας και κοινωνικής επαναστατικότητας με δυνητικώς τεράστια ανατρεπτική δύναμη που παρουσίαζε σημάδια μεγάλης διόγκωσης εκείνη την εποχή.
Η χρήση εξαρτησιογόνων και άλλων «καταραμένων» ουσιών από τους ανθρώπους των γραμμάτων και της υψηλής μπουρζουαζίας κατά τον 19ο αιώνα υπήρξε το εναρκτήριο λάκτισμα μιας διαδικασίας μίμησης και προπαγάνδας, που οδήγησε τη χρήση ναρκωτικών στη σημερινή κατάσταση. Το μεγάλο αστέρι της ναρκοκουλτούρας ο William Burroughs (1914–1997), οπιομανής, συζυγοκτόνος και πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, έγραψε το 1958 το εμβληματικό «Γυμνό Γεύμα», αληθινό κόσμημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η διαφήμιση που προωθούσαν τα ΜΜΕ υπέρ των ναρκωτικών, παρά το ότι επεδίωκαν να εμφανιστούν ως διώκτες τους, βρίσκεται τώρα στο απόγειό της και σε πολλές περιπτώσεις είναι άμεση. Τα ναρκωτικά εξωραΐζονται μέσα από την ποικιλόμορφη δημοσιότητα που δίνεται στη χρήση τους από εκκεντρικές διασημότητες της καθημερινότητας που για τις πλατιές πολτοποιημένες μάζες είναι πρότυπα για μίμηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, εκατοντάδες βιβλία και αμέτρητα τραγούδια στρατεύτηκαν στη διαφημιστική εξύμνηση της χρήσης των ναρκωτικών.
Η στάση της κοινωνίας απέναντι στα εξαρτημένα από ουσίες άτομα ποικίλλει – από την ανοχή μέχρι την περιφρόνηση και την ποινική δίωξη. Οι παραδοσιακές κοινωνίες είχαν καταφέρει να κρατάνε σε μια ισορροπία το φαινόμενο της εξάρτησης χωρίς να καταφεύγουν στο ποινικό σύστημα, με ήπιους και εγγενείς μηχανισμούς (αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί κοινωνική αποδοκιμασία). Σήμερα, η κοινωνία δεν γνωρίζει πώς να αντιμετωπίσει τα εξαρτημένα άτομα, ακριβώς επειδή δεν γνωρίζει πώς να τα χαρακτηρίσει, αφού άλλοτε τα θεωρεί εκφυλισμένα, άλλοτε ασθενείς, άλλοτε εγκληματίες. Το άμεσο οικονομικό κόστος της δημιουργίας και λειτουργίας ποικίλων υπηρεσιών που ασχολούνται με το πρόβλημα της τοξικομανίας, όπως υγεία, ποιότητα ζωής, κοινωνικές υπηρεσίες για την πρόληψη και τη θεραπεία των εξαρτημένων, νομικές και δικαστικές υπηρεσίες, δικηγόροι, αστυνομία, φυλακές, ψυχίατροι, ψυχολόγοι κ.λπ., είναι τεράστιο. Ένας ολόκληρος παρασιτικός κόσμος ζει από την «καταπολέμηση» των ναρκωτικών και τις ψευτοθεραπευτικές μεθόδους που έχουν διαδοθεί.
Η πολιτική της κρατικής καταστολής. Όταν ξέσπασε το πρώτο μεγάλο επιδημικό κύμα χρήσης ουσιών, η διεθνής κοινότητα αντέδρασε με ευρείας κλίμακας προγράμματα μείωσης της προσφοράς (δηλαδή άγριο αστυνομικό κυνηγητό των μικροπαραγωγών, όχι όμως τόσο δραστικό ώστε να τους εξαφανίσει) και παρεμπόδιση της κυκλοφορίας των ναρκωτικών με σκληρά απαγορευτικά μέτρα (όχι όμως τόσο αυστηρή ώστε να μην πωλούνται σχεδόν ελεύθερα σε όλες τις γνωστές πιάτσες). Σε αλλεπάλληλες συνδιασκέψεις της WHO αναγνωρίστηκε η σημασία της ανάληψης δράσης με σκοπό τη μείωση τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης. Φυσικά, αρκεί έστω και μια μη συνεργάσιμη παραγωγός χώρα για να ανατραπούν οι στόχοι της διεθνούς κοινότητας όσον αφορά στον περιορισμό του εφοδιασμού της αγοράς, πράγμα που πάντοτε συμβαίνει και μάλιστα σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Η διεθνής συνεργασία, δεν επιτεύχθηκε ποτέ σε επίπεδο κυβερνήσεων, πολλές από τις οποίες δεν έχουν υπογράψει διεθνείς συμβάσεις. Τις δεκαετίες μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο εφαρμόστηκαν ποικίλα προγράμματα περιορισμού της χρήσης βασισμένα σε συνδυασμούς δράσεων, όπως εκφοβισμός, υγειονομική διαφώτιση, ενημέρωση νέων και γονέων, κοινωνική δυσανεξία και απόρριψη των τοξικομανών, αστυνομική και δικαστική καταστολή κ.λπ. χωρίς αποτέλεσμα. Τα πράγματα χειροτέρευσαν περισσότερο όταν το θέμα της πρόληψης αφέθηκε σε ακροδεξιές ομάδες συντηρητικών, κομφορμιστών, υπερθρησκευόμενων και ηθικολόγων, αφελείς και καλοπροαίρετους οπαδούς της απαγόρευσης που μπορούν να καταστρέψουν κάθε σωστή προσπάθεια με τους τρόπους και τα μέσα που χρησιμοποιούν. Εξάλλου, οι ίδιοι απαρτίζουν άκρως απεχθείς και καθόλου πειστικές προς τους χρήστες κοινωνικές ομάδες που τους αποκαλούν ναρκοφοβικούς και βελονοφοβικούς (narco and needlephobics).
Όταν οι διωκτικές αρχές έχουν μια πολύ μεγάλη επιτυχία εξαρθρώνοντας ένα δίκτυο ναρκωτικών, στην πραγματικότητα «συμμαχούν» ακούσια με τις αντίπαλες συμμορίες, που τώρα αποκτούν ανέξοδα όλη την πελατεία της εξαρθρωμένης συμμορίας. Μεγάλες καταστροφές έχουν υποστεί οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί και τεράστια ποσά διοχετεύονται στις αστυνομίες. Αυτή η πολιτική θυμίζει την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ το 1920–1933, που σε λίγα χρόνια οδήγησε στα ύψη τις τιμές των οινοπνευματωδών, προκάλεσε τον εκρηκτικό πολλαπλασιασμό των παράνομων αποστακτηρίων και διακίνησης όπλων, τη διαφθορά των διωκτικών αρχών και μετέτρεψε την ιταλική μαφία σε παγκόσμια οικονομική και πολιτική δύναμη χωρίς να μειωθεί η κατανάλωση αλκοόλ στο ελάχιστο.
Οι πολιτικές μείωσης της παραγωγής και της ζήτησης, έχουν ως τελικό πρακτικό αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των ουσιών, αφού μειώνεται μεν περιστασιακά η παραγωγή αλλά τις τελευταίες δεκαετίες ποτέ δεν κατορθώθηκε να μειωθεί η ζήτηση, η οποία αντιθέτως συνεχώς αυξάνεται. Παρά τη σκληρότητα και τα τεράστια υλικά και ανθρώπινα μέσα που κινητοποιεί, η θεσμική καταστολή και πολιτική της απαγόρευσης απέτυχε πλήρως. Η εισαγωγή ναρκωτικών στις χώρες που εφαρμόζουν κατασταλτικά μέτρα παραμένει αμείωτη και η κατανάλωση αυξάνεται συνεχώς.
Νομιμοποίηση της χρήσης. Οι υποστηρικτές της νομιμοποίησης, ελεύθερης διάθεσης, διακίνησης και χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών επιμένουν ότι βασική προϋπόθεση για κάθε προληπτικό και θεραπευτικό μέτρο κατά των ναρκωτικών είναι η ελεύθερη χρήση τους. Σύμφωνα με αυτούς, οι δαπάνες για τη μείωση της προσφοράς ναρκωτικών στην παράνομη αγορά έχουν ξεπεράσει κάθε λογικό όριο και τα χρήματα που ξοδεύονται προς αυτή την κατεύθυνση μένουν χωρίς κανένα αντίκρισμα. Υποστηρίζουν ακόμη ότι η προμήθεια ουσιών από ανεξέλεγκτες πηγές είναι επικίνδυνη, αφού η νόθευση με άγνωστες ουσίες ή η παρασκευή τους σε πρόχειρα παράνομα εργαστήρια αποτελεί τον κανόνα. Έτσι, το προϊόν που διακινείται στο δρόμο είναι άγνωστο τι περιέχει και σε ποια ποσότητα. Αυτό, δεν ισχύει μόνο για τα ναρκωτικά αλλά για κάθε ουσία (π.χ. τα τρόφιμα) που ξεφεύγει από τον επίσημο αγορανομικό και υγειονομικό έλεγχο και δεν διατίθεται μέσα από τα κανάλια της θεσμοθετημένης αγοράς. Τα προϊόντα αυτά δεν έχουν σταθερή ποιότητα ούτε αξιόπιστες οδηγίες χρήσης, όπως συμβαίνει και με το πιο απλό φάρμακο. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι η απαγόρευση και δαιμονοποίηση των ναρκωτικών έχει εμποδίσει τη σύγχρονη Ιατρική να μελετήσει κατά τρόπο αυστηρώς επιστημονικό τις πολλές και ποικίλες τοξικές αλλά και θεραπευτικές ιδιότητες των ψυχοδραστικών ουσιών. Οι θιασώτες της απελευθέρωσης πιστεύουν ακόμη ότι η νομιμοποίηση των ουσιών θα οδηγήσει σε μεγάλη πτώση της τιμής τους, με συνέπεια τη μείωση του κινήτρου διακίνησης, την αποδυνάμωση και τελικώς την κατάρρευση του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών, ενώ θα επιτρέψει επιπλέον την πρόσβαση της πολιτείας στον έλεγχο ποιότητας των ουσιών, τον περιορισμό ή και την εξαφάνιση των θανάτων από ατυχηματική δοσολογία και την εξαφάνιση των εγκληματικών πράξεων για την εξασφάλιση της ουσίας. Θα μειωθεί ο αριθμός των βλαβών από τη χρήση, καθώς και η μετάδοση μολυσματικών νόσων όπως το AIDS και η ηπατίτιδα C. Τελικό αποτέλεσμα θα είναι η απομυθοποίηση της αίσθησης της παρανομίας και της περιπέτειας που γοητεύει τους νέους και τους οδηγεί στη χρήση. Η χρήση, υποστηρίζουν, μπορεί να είναι ελεύθερη από μια ηλικία και πέρα, αλλά στις εφηβικές και παιδικές ηλικίες η εφαρμογή των νόμων που αφορούν στη μέριμνα για την υγεία και την απόλυτη προστασία της ζωής σε αυτές τις ηλικίες είναι αναγκαία. Τα πολύ ενδιαφέροντα επιχειρήματα του κινήματος νομιμοποίησης χάνουν ως ένα βαθμό τη σοβαρότητα τους αφού υποστηρίζονται και από έναν εσμό χαζοχαρούμενων, προερχόμενων από τη λεγόμενη αριστερή και προοδευτική παράταξη που είναι σε θέση να ευτελίσουν ο,τιδήποτε πιάσουν στα χέρια τους.
Ο αντίλογος στις σε αυτές τις απόψεις, συνοψίζεται στα παρακάτω: Τα αποτελέσματα της νομιμοποίησης μιας παράνομης ουσίας δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν με βεβαιότητα. Αν ο νομικός έλεγχος για μια συγκεκριμένη ουσία γίνει χαλαρός, η μεγάλη ευχέρεια στην προμήθειά της θα αυξήσει τη χρήση της. Εάν οι ουσίες είναι πιο διαθέσιμες, οι νέοι θα οδηγηθούν πιο εύκολα σε αυτές. Όσο παραμένουν οι αιτίες που προκαλούν τοξικομανία και η διαθεσιμότητα των ουσιών αυξάνεται, τόσο περισσότερο οι νέοι θα στρέφονται προς τις ουσίες. Πιθανές αλλαγές στη νομοθεσία έχουν διεθνή σημασία. Αν μια χώρα αποφασίσει αλλαγή στη νομοθεσία της σε ό,τι αφορά μια ουσία ώστε αυτή να αντιμετωπίζεται όπως το οινόπνευμα, θα υπάρξουν επιπτώσεις πέρα από τα σύνορα αυτής της χώρας. Αν η πρώτη ύλη της ουσίας είναι εισαγόμενη, η απόφαση νομιμοποίησης θα επηρέαζε και τη χώρα παραγωγής, ενώ η καταναλώτρια χώρα θα γινόταν κέντρο λαθρεμπορίου και ναρκοτουρισμού, κάτι που ήδη συμβαίνει.
Εν πάσει περιπτώσει, στις χώρες που εφαρμόσθηκε η αντιαπαγορευτική πολιτική έδειξε ότι σε τελική ανάλυση ο περιορισμός της χρήσης είναι ανέφικτος. Ακριβώς το ίδιο και με την απαγορευτική πολιτική. Το κύμα χρήσης των ψυχοδραστικών ψυχαγωγικών ουσιών είναι πελώριο, ακαταμάχητο και έχει κατακλύσει το σύνολο της κοινωνίας χωρίς ταξικές διακρίσεις αποκτώντας σταδιακά και μια σαγηνευτική ελκυστικότητα για πολλούς. Επιτυχημένη πρόληψη ίσως θα μπορούσε να σχετίζεται με την εκπαίδευση, την κοινωνική συνεκτικότητα και παρέμβαση, με τη συγκρότηση της οικογένειας σε επίπεδο ψυχοσυναισθηματικής ολότητας και την ενίσχυση των γονεϊκών ρόλων. Ωστόσο, μια τέτοια προοπτική μοιάζει σήμερα περισσότερο με ευχή, αφού η διάλυση της οικογένειας έχει προχωρήσει σε βάθος με γοργούς ρυθμούς και τα κλασσικά αναχώματα σαρώθηκαν πλήρως.
Δεν υπάρχει γυρισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου