Δ. Λιαντίνης – Ελληνοέλληνας
Τόξων εμών άτερ Τροία δεν πέφτει.
Εχάσαμε τότε στεριές μεγάλες και θάλασσες πλατιές που για τριάντα αιώνες ήσαν ατόφυα Ελλάδα. Σήμερα τις κοιτάμε από μακρυά, όπως εκοίταγε ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης από τη Ζάκυνθο το Μοριά, και έκλεγε. Και με το κυάλι αγνάντευε, και με το κυάλι βλεπει , βλέπει τη θάλασσα πλατιά και τη στεριά μεγάλη. Τον πήρε το παράπονο.
Τις κοιτάμε με βαριά την οδύνη ότι τις χάσαμε και με ελάχιστη την ελπίδα ότι θα τις ξαναπάρουμε. Κι αφήστε την κυρά – Δέσποινα να πολυδακρύζει.
Και ο Ατατούρκ, που έδιωξε το φερετζέ από τις τούρκισσες και έφερε το λατινικό αλφάβητο στα τουρκόπουλα, έκαμε και κάτι άλλο. Εδασκάλεψε τους δασκάλους και τους ξεναγούς να λένε στη Φραγκιά, που τουριστολογάει στη Μίλητο και στις Κλαζομενές, ότι δεν ήταν Όμηρος εκείνος ο τυφλός τραγουδιστής αλλά Ομέρ. Όπως λέμε Ομέρ Βρυώνης, πασάς του Ζητουνιού, που παττάλεψε τον Αθανάση Διάκο στο ποτάμι της Αλαμάνας.
Και τι να ειπείς για το χαμπέρι; Που έρχεται το πρωί και το δείλι πίνουμε το ουζάκι μας στο Κατακάλι και στην Πειραϊκή Ακτή. «Ω σύντροφε, πως πέσαμε στο λαγούμι του φόβου»; Όλα καλά και περίκαλα τά ‘χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τούς «αρχαίους ημών πρόγονοι».
Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια.
Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και τουρτουφίζουμε για «τσι γεναίοι πρόγονοι» σαν τι; Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού, που εσήκωνε το απανωχείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας.
Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κετεμαράνθη.
Όταν είσαι μέσα στό μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά ‘χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα. Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσο-φίλητο νησί. Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια. Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και στην Αθήνα; Η απόκριση που μου δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης.
-Ποιά Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε, του είπανε. Μιλάς για ίσκιους στη συνεφιά. Και για σύνεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόϊ; Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, Και πεθαμένο γράψε με. Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών.
Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο η κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα.
Αυτή είναι η εικόνα που έχουν οι ξένοι για την Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός.
Λάβε την σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράψεις τι βλέπεις. Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1:5Χ106, θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους χίλιους οι έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που δε μιλιέται, λίγο πρικοιούλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.
Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μιά ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πως και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί τη νέα δεν την έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντί της εμάς τους νεοέλληνες, φέρουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά’ χουν συλλογιούνται ετούτοι οι φελάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους.
Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διαφόρων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάκτυλο.
Και βέβαια. Πως μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μεγάς γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που μας έλεγε, – ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά.
Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.
Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Ειμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλους πάνω από τα σπίτια των χοριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στούς τοίχους των εκκλησιών.
Οι ευρωπαίοι βλέπουν τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στή Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάζουν ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς . «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης. Θέλεις νά `χεις πιστή εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β΄ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράκτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.
Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα για να μετρήσεις τη διαφορά.
Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτικές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φρέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάνδη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.
Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα..
Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα `χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: -Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοί μωρέ; Οι χριστιανοχομεϊνηδες; Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρίσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.
Γιατί είμαστε σβημένοι από τον κατάλογο των εθνών; Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των οθωμανών; Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξαναπροσαρτήσουν; Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσσαίωνα και τους παπάδες; Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης; Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες έλληνες της Πόλης γίνανε χίλοι, και οι τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που `τοιμάζει μεταστάσεις; Γιατι δυό από τους πιό σημαντικούς μας ποιητές ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό έλληνες μισό τούρκοι; Γιατι όλα τα εθνικά μας δίκαια ευρωπαίοι και αλβανοί, βουλγαροι και εβραίοι, ορθόδοξοι και ρούσοι, τούρκοι και βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτίες; Ποιά τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκοίνοι γρεκολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα; Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία.
Μέσα στη χώρα, στην παιδεία δαλαδή και την παράδοσή μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί πού οι έξω από τη χώρα μας μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρούμε πως είμαστε τα παιδόγκονα του Αριστοτέλη και του Αλεξάνδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες πού βρέθηκαν σε κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δυό όρους και ένα ίσον. Είναι `τη: νεοέλληνες ίσον ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα,θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα. Οι νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο. Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι. Δηλαδή μουλάρια.
Και τα μουλάρια δεν γεννούν. Ότι οι νεοέλληνες είμαστε ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σαν να είμαστε εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά.
Στήν πιό απλή διατύπωση, σημαίνει να `σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκηπα. Σημαίνει νά `σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαργιάζουνε πόντικα. Πόσο εγώ `μαι ωραίος!
Τι λαμπρός πού `ν’ ο καιρός Έφαγα έναν πόντικα, Δόξα νά `χει ο θεός!
Ποτέ δεν εσταθήκαμε να μελετήσουμε τον Βάρναλη, πού γράφει τέτοια τετράστιχα για μας, κατάμονοι με το φως του λύχνου.
Απώλεια της εθνικής ταυτότητας είναι νά σε βλέπουν οι άλλοι αρκουδόρεμα, και να τους φωνάζεις πως ντε και καλά είσαι η Ολυμπία.
Και να τους ζητάς Ολυμπιακούς αγώνες στην Καλογρέζα. Χλευαστικό του καλογριά.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα.
Θέλει κότσια το πράγμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο.
Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά `χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά `ναι σίγουρη. Θα επιχειρίσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο.
Θα ρωτήσουμε νεοέλληνες απ’ όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνητους και αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς, φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά `ναι το δείγμα μας ευρύ και πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες. Όλα τούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο.
Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την Αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες.
Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια, ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο, ούτε ταν ή επί τας, μέτρον άριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη, ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο.
Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά `τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας. Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας, που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν, Κολόμβος. Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς. Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταβάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη.
Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολλυβογράμματα έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διαλόγους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστο-τέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία). Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιός γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξή του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στον θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων. Δεν νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνά μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβάινουν τους δύο στους χίλιους.
Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.
Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά, Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος. Τι είναι η τρέλλα αυτή; ρωτά, ένας του ρίχνει κι αυτουνού τη γιγαντιαία ψευτιά του παλατιού – στην Ελλάδα ο Αντώνιος νικά. Δεν ενίκησε ο Αντώνιος στο Άκτιο της Ελλάδας. Ο Οκταβιανός ενίκησε, και τη Νικόπολη έχτισε.
Θα μου ειπείτε:
-Μήπως οι ευρωπαίοι γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος την αρχαία Ελλάδα; Θα σας πω:
Όχι. Αλλά οι ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι έλληνες, όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι γάλλοι, και ιταλοί και βέλγοι. Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλαδα. Δεν είναι τα πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα.
Η αρχαία Ελλάδα είναι ένας πολιτισμός ασύγκριτος. Μια κοσμοθεωρία πλήρης. Ένας τρόπος ζωής ολοκληρωμένος και τέλειος. Είναι η πιο κοντά στη φύση και στη φυσική αϊδιότητα κοινωνία, που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο που λέξεις ελληνικές, όπως μουσική, θέατρο, οργασμός, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, δημοκρατία, γεωμετρία, πολιτική, περάσανε σε όλες τις γλώσσες των εθνών του ΟΗΕ σήμερα. Και με τις λέξεις αυτές ζουν και δηλώνουν τις βαθύτερες ουσίες του ανθρώπινου βίου τα δισεκατομμύρια του πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο, που όχι μόνο ο πλανήτης αλλά και ο ουρανός, το σύμπαν ολόκληρο αίναι κατάσπαρτο με τις ελληνικές λέξεις και με τα ελληνικά γράμματα που ονομάζουν διεθνώς τους αστερισμούς, και τους φωτεινότερους αστέρες του κάθε αστερισμού. Κοίτα πρόχειρα το εξώφυλλο της Γκέμμας.
Όχι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εκείνο που είναι τυχαίο, είναι πως ο λαός που κατοικεί σήμερα στη χώρα που παλαιά την εκατοίκησαν οι έλληνες, ονομάζουνται έλληνες. Η έρευνά μας έδειξε ότο μόνο έλληνες δεν είναι. Γιατί τους έλληνες ούτε τους βλέπουν ούτε τους γνωρίζουν. Φεύ, και παπαί, και ουαί, και αλλοί. Φελλάχοι, και παπούας, και βουσμάνοι, και αλήδες. Από το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαϊας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.
Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαείς, Προς Κορινθίους, Εκ του κατά Λουκάν.Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός νεοελλήνων ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Μόνο που συμβαίνει κάποτε να ακούσετε τους ψαλτάδες στις εκκλησίες το Χριστός Ανέστη να το ψέλνουν, όπως εκείνος ο απόστρατος χωροφύλακας του Παπαδιαμάντη μας: Κστό – μπρε – Κ’στος ανέστη εκ νεκρών θανάτων θάνατον μπατήσας κ’ έντοις – έντοις – μνήμασι ζωήν παμμακάριστε Και τα άλαλα τα χείλλη των ασεβών, Άλαλα τα χείλη, οι κερατάδες. Και δόστου να το γυρίζουν άλλοτε στον αμανέ και άλλοτε στο κλέφτικο. Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ. Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα: -Τι όρτζα, πόρζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς; Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του «Δεύτε οι ευλογημένοι….». Ο κάθε νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταϊσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.
Ήρθε τις προάλες φίλος καλός στην εξοχή, γιατρός από τη Μυτιλήνη, και ρωτούσε τη γυναίκα μου, αν εγνώριζε κανέναν αγιογράφο.
-Τι να τον κάμεις; Του λέει. – Να μου ζωγραφίσει μιαν άγια Πηνελόπη για την πεθερά μου, να τη χαρίσω στην ονομαστική της γιορτή.
– Και γιατί δέν της ζωγραφίζεις «την κυρά – Πηνελόπη με την ηλακάτη», που λέει ο πατριώτης σου ο Ελύτης; Τον έκοψα γκιμένος.
-Τι ; μου κάνει.
-Ναι, γιατρέ μου. Την Πηνελόπη του Ομήρου, την ελληνική. Δεν ξεύρεις αυτή την περίφημη νοητική εποπτεία της παγκόσμιας ποίησης; Με κοίταξε, γούρλωσε το μάτι, και λέει. – Όταν είπα στην πεθερά μου πως θα της φέρω την αγία Πηνελόπη, έκαμε δύο μέρες να κοιμηθεί από τη συγκίνηση. Και εσύ μου λες τώρα για Πηνελόπη και μνηστήρες;
-Να τη χαίρεσαι κι εκείνη και τον ύπνο σου, εβραίε και ανέλληνα, του είπα. Παρά που σ’ αγαπώ. Και μάλιστα πολύ.
Άλλο. Ένας παπάς, και κρητικός μάλιστα, στη μητρόπολη Κορίνθου, με κοίταζε κάποτε γλαρωμένος.
-Τι βλέπεις παπά;
-Έχω ένα όραμα, μου λέει. Να μαζέψω κάποτες λεφτά από τους ομογενήδες. Να σηκώσω εδώ στον Ισθμό, μπαίνοντας στο Μοριά να το βλέπουν ούλος ο κόσμος, ένα άγαλμα του απόστολου Παύλου. Ίσαμε πενήντα πήχες ψήλος, και βάλε.
-Σαν το άγαλμα της ελευθερίας ε; του κάνω.
– Έτσι μου λέει. Κι όλο έπαιρνε φωτιά.
-Και γιατί του Παύλου, δηλαδή; Και τόσο πελώριο. -Μα…. για τις Προς Κορινθίους ντε!
-Τον ξέρεις τον Κολοσσό της Ρόδου; τον ερωτώ.
-Ναι. Τέτοιονε θέλω και τον Παύλο.
-Τον Κολοσσό του Μαρουσιού τον ξέρεις;
-Εννοείς το βιβλίο για τον Κατσίμπαλη; Το ξέρω.
-Τον κώλο του Μαρουσιού, παπά, τον ξέρεις; ….; -Άστα αυτά, του λέω. Είναι της αριστερής διανόησης.
-Εμ λέω και εγώ. Γι’ αυτό δεν τον ξέρω. Μου απαντάει.
-Γιατί, βρε αρκουδόπαπα, ξέσπασα, δε στήνεις ένα άγαλμα του Νικηταρά ή του Κολοκοτρώνη, που μας λευτερώσανε και είδαμε μοίρα στον ήλιο; Και να το κάμεις ψηλό και βαρύ ωσάν τον Ακροκόρινθο που βλέπεις αντίκρια σου; Όπως θα ταίριαζε στους παλικαράδες μας; Μόνε που θέλεις τον εβραίο. Δεν ξέρεις ότι με τους εβραίους οι έλληνες είμαστε η φωτιά με το νερό; Όχι από εθνικό μίσος, όπως με άλλους, αλλά από αντιπαράθεση κοσμοθεωριών; Δεν άκουσες ποτέ την ιερή βρισιά του λαού μας: «Γαμώ τον εβραίο σου!» Δεν άκουσες ποτέ το δημοτικό μας τραγούδι, Και κείνη η σκύλα η άνομη, Οβρέσσας θυγατέρα; Άειντε καημένε μου. Που να ζεις και να είσαι. Κι είσαι κι από τα χωριά του Ερωτόκριτου, και του Βενιζέλου. Μ’ ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πιλιτισμός -δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των νεοελλήνων.
Ένα μόνον δεν γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί `ναι μαγαρισμένες, λέι. Αλλά δεν είναι εδώ ο καιρός και ο τόπος για τέτιες εξηγήσεις. Το θηρίο το καταπάλαιψα σε άλλες εκστρατείες. Ήμουν και εγώ στον πόλεμο τοξότης που ξαστόχησε, λέει ο ποιητής.
Τέτοια λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική έρευνα στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του Ελληνικού, και την επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα είμαστε έλληνες. Στο βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε εβραίοι.
Και μην μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη.
Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε Καβάφη και Φρόυντ.
Οι νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα από τους έλληνες . Η μάζα όμως, το m που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το spatium ή s που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των ελλήνων είναι τό χριστιανικό βυζάντιο. Και ο χρόνος ο tempus ή το t που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκειά του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα. Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε το στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία. Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι’ αυτό τον εβαφτίσανε Μέγα. Όπως εβαφτίσανε Μέγας κι τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λεξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας. Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των ελλήνων, για όσους δεν εξεφτίσανε σε εβραιοέλληνες αλλά έμειναν ελληνοέλληνες, έρχεται από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι: Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Καβάφης είν’ αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης. Ούτε Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται Ιωνικόν. Δεν λέγεται Χερουβικόν.
Ο κακουργημός και η εξόνντωση του κλασικού έλληνα από τον εβραιόφρονα χριστιανό εκράτησε από το Θεοδόσιο ως την αυγούστα Ευδοξία. Ως το 843 που έγινε η επίσημη αναστύλλωση των εικόνων. Η γιορτή της ορθοδοξίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο από τότε, στο έμπα της άνοιξης!, πολύ λαμπρά και με την παρουσία όλης της επιφάνειας του κράτους, ως και οι ξένοι πρεσβευτάδες!, στο θετικό της συμβολίζει το θρίαμβο των χριστιανών. Στο αρνητικό της όμως δηλώνει την τελική κατακρεούργηση κάθε Ελληνικού. Είναι η ταφόπετρα της ελληνικής ιδέας.
Η τελευταία αντίσταση του μετρημένου «έλληνα» στο ασιατικό τέρας ήταν ο Λέων Γ΄ο ΄Ισαυρος. Εξύπνησε ο άνθρωπος ένα πρωί, και είδε το μισό πληθυσμό της χώρας τουρλωτούς παπάδες και παχυμουλαράτους καλόγερους. Τότε, σαν το Χριστό με το φραγγέλιο, σήκωσε αυτό που το λένε Εικονομαχία. Και ετελείωσε με το χαμό του φωτός και το σωσμό του σκότους. Με την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ή την ταυτότητα του νεοέλληνα.
Έλληνες λοιπόν στο δέρμα. Και εβραίοι στα κόκαλα και στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή. Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας. Πίσω από τα Σκόπια, από το Αιγαίο, τις Ολυμπιάδες, την Κύπρο, πίσω από τους κατσιβελισμούς, Μεταξάδες και Παπαδοπουλέους, πίσω από μαρίκες και μιμίκες και κατσίκες, και κοσκωτάδες και σκατάδες, πίσω από κορυδαλούς και κοριούς και καθάρσεις και λοιμοκαθαρτήρια, πίσω από ρουσφέτια και βιλλαέτια και κασαβέτια, βρίσκεται η εθνική μας σχιζοφρένεια. Αυτή απεργάστηκε την εθνική πόλωση, και την εθνική αταυτότητα.
Στο χωριό των χιλίων κατοίκων του πλανήτη μας σήμερα οι δύο έλληνες πηδοκοπούν κατά μπροστά, κι έχουν βιδωμένο το κεφάλι να βλέπει κατά πίσω. Τους κοιτάνε οι ξένοι, ανοίγουν διάπλατα το μάτια, και τους προγκάνε.
-Στραβομάρα και πάλαβρα. Βρε ούστ!
Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα. Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέ-φουνε πρωκτό.
Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια – Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη.
Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα.
Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφωνα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. Στο να μη σηκώνουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.
Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά’
σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα.
Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. Θα τους λες, μαζί με την κυρα – Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς….».
Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία.
»Με τους δραγουμάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχατζαραίους, τον πασά και το μουφτή, τον κατή και το βοϊβόντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού `κλεισε το μάτι.
»Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ’ έχω στα χρυσά και στην πορφύρα. Θα τρως και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα, Τι πρήξιμο, κοιλιά μου. Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θα’ χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ’ άντερά σου. Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος. Ο Ανώνυμος της Ελληκικής Νομαρχίας διηγάται πως ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πως σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά. Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με το σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό. Είναι οι φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι καρατζάδες, οι μουρούζηδες, οι σούτσοι, οι ραγκαβήδες, οι μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι κωλέττηδες. Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου. Το θρεφτάρι του ελληνοεβραίικου φυράματος, δηλαδή, στην καινούργια του μετάλλαξη, που όταν θα’ ρθεί η ώρα του μεγάλου Σηκωμού, θα παίξει τον ολέθριο ρόλο του.
Θα δημιουργήσει τη μοιραία αντιπαράθεση ανάμεσα στους γνήσιους έλληνες, τους ελληνοέλληνες αλλιώτικα, και στους μούλους έλληνες, τους ελληνοεβραίους αλλιώτικα. Ανάμεσα, δηλαδή, «στα συνήθια της Ιλιάδας» που αποκρατούν ακόμη, όπως έγραφε ο Σολωμός, την ουσία, και στη δουλόφρονα και μουλωχτή πολιτική του κλήρου, τον τύπο. Το σχήμα ελληνοέλληνες και ελληνοεβραίοι στο μεγάλο Σηκωμό θα πάρει τη διπλή διάταξη. Από δω οι αγωνιστές και οι αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλοφόροι φαναριώτες. Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες, Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι, Αντρούτσος, Παπαφλέσας, Νκηταράς και Μακρυγιάννης, ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης, ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας, οι σουλιώτες και οι μανιάτες. Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του ελληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας. (Μη σε ξεγελά, που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι). Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, τον Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή κα η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι. Όταν η διοίκηση, το φαναριωτιλίκι δηλαδή, μας λέει ο Σολωμός, για να διασπάσει τους οπλαρχηγούς του Βάλτου, έστειλε είκοσι διπλώματα στρατηγών, εκεί που ήταν μόνο ο Μαρκομπότσαρης, ο Μάρκος τους εκάλεσε, έσκισε μπροστά στα μάτια τους το δίπλωμά του, και είπε:
-Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα. Κι όποιος είνε παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε, και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού. Εσκοτώθηκαν τούρκοι έως οχτακόσιοι. Από τους δικούς του δεκατρείς. Και τριάντα λαβωμένοι. Τον έφεραν από το Καρπενήσι στο Μεσολόγγι στον ώμο. Και τον ταφιάσανε με μοιρολόγια και κλάηματα. Όπως παλαιά οι αχαιοί τον Πάτροκλο.
Τον κλαίει ο γερο – Νοταράς, Γονατιστός τον έκλαιγε.
Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη. Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες. Οι φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε!
Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες, έσπειραν στους έλληνες το θρήνο και τη συφορά. Μαυροκορδάτος, Νέγρης , ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα.
Θα κετεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά. Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα στραβά τους Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα σκοτεινά. Και θ’ αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες. Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι έλληνες τον τύραννο. Κι αν ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην Κόκκινη Μηλιά. Αλλά τους άλλους πεντέμισυ χρόνους σφαζόντανε μεταξύ τους. Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή. Αυτό ήταν το έργο των φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της ελληνοεβραίικης ανομίας.
-Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
– Α! Βλέπω πίσω από τα βουνά. Εκεί στην πόρτα τ’ Αναπλιού. Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι. Μα ένα γαϊτανάκι.
Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το δεσπότη της Άρτας:
-Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι, γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει. Από το Μοριά στην Άρτα με τα πόδια. Και με τα πασουμάκια.
Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799. Κι η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καϊρη, όπως η κατάρα τον κεραυνό στο μέτωπο του Κάϊν. Του φωτισμένου σοφού, και του ήρωα στους ιερούς αγώνες Καϊρη. Γιατί άρχισε να ξεμπροστιάζει τους παπάδες, και να φωτίζει τον κοσμάκη. Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. Το μεγαλείο και το μηστήριο της Εταιρείας. Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος. Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά. Εφούσκωσε στο σκαφίδι το προζύμι του εθνικού άρτου, και πια δεν ημπορούσε να το κρατήσει με τίποτα.
Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμποδίσαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας.
Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε΄ δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.
Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος σοφέ, μου γέρο.
Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβικώνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελλάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη:
Γειά σου, μάνα μου Ελλάς,
Είμαι κλεφτοφουκαράς.
Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της «νεότερης Ελλάς».
Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικάδικα. Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέττας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια. Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες και κουλούρηδες, χάχηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες. Περάστε κόσμε.
Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Τ αγγελικό και μαύρο φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια Κυριακή πρωί μπροστά στον αη-Σπυρίδωνα. Που ο άλλος θα ειπεί κατάδακρυς: ώστε λοιπόν, ανθ’ ημών Γουλιμής! Και ο τρίτος θα σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του:
1 Νοεμβρίου 1920.
Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελλληνικού κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των εκκλησιαστι-κών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων. Και τούτο το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα.
Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη, Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο; Οι ελληνοεβραίοι πολλοί θωρούν ακίνητοι τον πατριάρχη μπροστά στο πανεπιστήμιο, και φουσκώνουν σά διάνοι. Οι ελληνοέλληνες λίγοι μιλούν για την εθνική σχιζοφρένεια, και ψιθυρίζουν σαν το μεγάλο Σολωμό:
«Αλλίμονον, η δάφνη κατεμαράνθη!». Και κλαίνε. Και ο άγιος Παπαδιαμάντης μας ετούτο το τουρλού τουρλού της Εβραιοελλάδας, με τους δημάρχους, τους λιμενάρχες, τους τηλεγραφητές, τον ειρηνοδίκη, τον έφορο και τον αστυνόμο, το’ χυσε μέσα στην κατάλληλη σχιζοφρενική του φόρμα:
Καλέ, τους εκαλέσαμε στο γάμο μας. Δημαρχέους και λιμενάρχους, ντελιγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη και αστρονόμο.
Κι εγώ κι εσύ και ο δίπλα σου τεθηπώς, και χάσκων, και ταφών.
Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι έλληνες. Και περιμένουν.
Τό `δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό `δειξε το Δώδεκα δεκατρία και ο Τρικούπης. Τό `δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι.
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν.
Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: στάθι καί οίκτιρον.
Σταμάτα, και δάκρυσε, γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήμαα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης.
Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό `ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη…
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα.
Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη, Ένας το Μάη
θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη, Κι ο Δήμος τ’ αγια-Δη μητριού ν’
ανοίξει γιοματάρι. Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν. –
Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου, και τα χρυσά
γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος.
Δ. Λιαντίνης – Γκέμμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου