Η ΛΑΦΙΝΑ
(ΟΛΑ ΤΑ
ΛΑΦΙΑ ΒΟΣΚΟΥΝΕ)
Όλα τα λάφια
βοσκούνε κι όλα δροσολογιούνται
μα μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει μαζί με τ’ άλλα
Μόνο στ’ απόσκια περπατεί, στ’ απόζερβα αγναντεύει
Κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
Κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ’ άλλα
Μόνο στ’ απόσκια περπατείς στ` απόζερβα αγναντεύεις
Κι όπου βρεις γάργαρο νερό θολώνεις το και πίνεις
Ήλιε μου σαν με ρώτησες θα σου το μολογήσω
Δώδεκα χρόνους έκαμα μόνη χωρίς ελάφι
μα μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει μαζί με τ’ άλλα
Μόνο στ’ απόσκια περπατεί, στ’ απόζερβα αγναντεύει
Κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
Κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ’ άλλα
Μόνο στ’ απόσκια περπατείς στ` απόζερβα αγναντεύεις
Κι όπου βρεις γάργαρο νερό θολώνεις το και πίνεις
Ήλιε μου σαν με ρώτησες θα σου το μολογήσω
Δώδεκα χρόνους έκαμα μόνη χωρίς ελάφι
Κι απανω στο
δωδεκατο εγέννησα λαφάκι.
Και σαν εβγήκε ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
Το βρίσκει μοσχανάθρεφτο και το διπλοσκοτώνει
Γι αυτό στ’ απόσκια περπατώ στ’ απόζερβα αγναντεύω
Κι όπου βρω γάργαρο νερό θολώνω το και πίνω
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Και σαν εβγήκε ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
Το βρίσκει μοσχανάθρεφτο και το διπλοσκοτώνει
Γι αυτό στ’ απόσκια περπατώ στ’ απόζερβα αγναντεύω
Κι όπου βρω γάργαρο νερό θολώνω το και πίνω
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΛΟΥΛΑ ΜΟΥ ΜΑΡΟΥΛΑ
ΜΟΥ
Εψές η νύκτα
’σιόνιζεν,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
τζαι τα πουλιά μαρκώσαν.
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
τζαι τα πουλιά μαρκώσαν.
Τζ’ εγιώνι μεσ’ τ’ αγκάλια σου,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
κρυότην εν ένωσα.
Εις τον γυρόν της θάλασσας, Λούλλα μου...
να πα’ να ορκιστούμεν.
Τζ’ ωσπόσ’ η θάλασσα νερόν, Λούλλα μου...
να μεν ποχωριστούμεν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΤΕΣΣΕΡΑ
ΤΖΙΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ
Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τεσσέρα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.
Στο δρόμον που πααίνασιν μα επεινάσασιν
τζι' εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.
Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.
Eρίψαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί
τζι' έπεσε ο κλήρος παστό μιτσήν παιδίν.
Δέστε με αδέρφκια μου τζι’ εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτσιν να φκάλω το νερόν.
Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτσιν τον κατεβάσασιν.
Eφκάρτε με αδέρφκια μου γιατ’ ήβρα το νερόν
έν’ κότσινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.
Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον φκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.
Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν εν θα τον ξαναδεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου